Τον Οκτώβριο του 1995 ξεβράστηκε στις ακτές των Κυθήρων το πτώμα αγνώστου ανδρός ηλικίας μεταξύ πενήντα και εξήντα ετών. Το πτώμα έφερε σοβαρές παραμορφώσεις από την παρατεταμένη επαφή με το θαλασσινό νερό, ενώ τα μαλακά μόρια του προσώπου είχαν κατασπαραχθεί από τα ψάρια. Παρουσίαζε επιπλέον τυμπανισμό καθώς και μερική σαπονοποίηση λόγω των υψηλών για την εποχή θερμοκρασιών. Ένα ελάχιστο κομμάτι από ύφασμα σφηνωμένο ανάμεσα στα πόδια του, θεωρήθηκε ως το μοναδικό στοιχείο που θα μπορούσε κάποτε να συμβάλει στην κατά τα άλλα αδύνατη αναγνώριση του προσώπου, πίσω από τη φρικτή αυτή μάζα σαπισμένης σάρκας. Ήταν κομμάτι από ένα κίτρινο ανδρικό μαγιώ με διάσπαρτα αστεράκια μωβ. Το πτώμα φωτογραφήθηκε, ανοίχτηκε από τον χειρουργό, που διέγνωσε τον πνιγμό, και αφού ξανακλείστηκε όπως όπως, οδηγήθηκε προς ταφή σε μια γωνιά του κοιμητηρίου της Αγίας Άννας στη Χώρα.
Εκεί, στο καταπληκτικό
αυτό σημείο από όπου μπορεί κανείς να αγναντεύει ολόκληρο το Λιβυκό πέλαγος, την
Κρήτη και πέρα από αυτήν, παρέμεινε θαμμένο το πτώμα του Αγνώστου ανδρός ως τον
Δεκέμβρη του ίδιου έτους. Τότε έφτασε από την Αθήνα με πρωινή πτήση η γυναίκα
του, μια ώριμη γυναίκα όμορφη, που όμως το πένθος την είχε στεγνώσει και η
οποία είχε καταφέρει να αναγνωρίσει τον άντρα της, τον Δημήτρη, από τη
φωτογραφία του κίτρινου μαγιώ, μετά από αναζητήσεις για δύο μήνες στα αζήτητα.
Αμέσως μόλις
κατέβηκε από το αεροπλάνο οδηγήθηκε από την αστυνομία στο σημείο της ταφής για
να ολοκληρωθεί και τυπικά η αναγνώριση της σωρού με την αναγκαστική εκταφή της.
Ήταν μια ήσυχη
μέρα, χωρίς ιδιαίτερο άνεμο και με έναν ευχάριστο χειμωνιάτικο ήλιο. Οι παππούδες
που έπαιρναν τον καφέ τους στην πλατεία, στα πεντακόσια μέτρα από το κοιμητήριο
της Αγίας Άννας, έφτυσαν απότομα τη γουλιά τους από την οσμή που ξεχύθηκε πάνω
από την Χώρα τη στιγμή που οι εργάτες άνοιγαν το φέρετρο και ελευθερώνονταν τα
παράγωγα αέρια της σήψης. Οι αστυνομικοί είχαν κρεμαστεί πάνω στα τοιχία του
κοιμητηρίου και ξερνούσαν τα σωθικά τους. Μία νεαρή γιατρός που συνόδευε την
ομάδα, προσπαθούσε να μείνει όρθια καλύπτοντας το πρόσωπό της κάτω από την
μπλούζα.
Και ο νεκρός,
φερμένος ξανά για λίγο στο φως της ημέρας δεχόταν επιτέλους τη φροντίδα που τού
χε στερήσει ο άδικος θάνατος: λουσμένος στα φιλιά της γυναίκας του που είχε
ολόκληρη βουτήξει μέσα στο ανοιγμένο φέρετρο και τον έσφιγγε στην αγκαλιά της, ανταπέδιδε
εκείνος την αγάπη της αναβλύζοντας από τη σήψη του μοναδική μυροβολιά, αισθητή
μόνο από εκείνη.
