Πεζά

.

ΦΤΩΧΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΘΕ ΜΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙ


Η Ρ και ο Τ είναι και οι δύο επαγγελματίες μουσικοί και ζευγάρι στη ζωή και στο πατάρι. Η μουσική τούς ένωσε δέκα χρόνια πριν, όταν η Ρ αντικατέστησε την τραγουδίστρια στο σχήμα του Τ και από τότε, η μουσική τούς κρατάει κοντά και τους βοηθάει να τα βγάζουν πέρα, ακόμα περισσότερο από τότε που ήρθε στον κόσμο και η κορούλα τους. Στην πόλη που ζουν, έχουν βγάλει καλό όνομα με το ταλέντο και τον επαγγελματισμό τους και έτσι, ακόμα και όταν τα «νυχτοκάματα» μειώθηκαν σημαντικά, εκείνοι κατάφεραν να διατηρήσουν τη ζήτησή τους και να επιβιώνουν αξιοπρεπώς. Πολλά χρήματα, δεν έβγαζαν ποτέ, αλλά και τώρα, έχουν βρει τον τρόπο μειώνοντας από εδώ και από εκεί, να συνδέουν αρμονικά τη ζωή με την τέχνη τους, ακόμα και εν μέρει «ξεπουλώντας» την.

Πάντως, τα πιο σοβαρά  από τα μαγαζιά στην πόλη, τούς θέλουν στην αρχή κάθε χειμερινής σαιζόν για το πρόγραμμά τους, ενώ για τα καλοκαίρια, κλείνουν εδώ και χρόνια σταθερά εμφανίσεις σε πολυτελές θερινό συγκρότημα σε συγκεκριμένο νησί, οπότε, μετακομίζουν μαζί με το παιδί προσωρινά εκεί. Αν και οι μισθοί που συμφωνούν είναι -δεδομένης της συγκυρίας- ικανοποιητικοί, αυτό το καθιερωμένο ξεσπίτωμα κάθε χρόνο και η έλλειψη χρόνου διακοπών, κάνουν την κατάσταση λιγότερο αξιοζήλευτη από όσο μπορεί να φαντάζει. Η δουλειά διαρκεί μέχρι αργά τη νύχτα και πέφτοντας για ύπνο σχεδόν ξημερώματα, η μισή ημέρα χάνεται, η μικρούλα απολαμβάνει ελάχιστες ώρες μαζί τους, ενώ στα έξοδά τους, προστίθεται και ο μισθός της νταντάς που αναγκαστικά τους βοηθά, αφού οι γιαγιάδες είναι πλέον μεγάλες για τέτοιες μετακινήσεις.

Επιπλέον, δυσκολία είναι για την Ρ και τον Τ και η ίδια η εμφάνισή τους μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Ένα πεντάστερο ξενοδοχείο που έχει τη δυνατότητα να προσλάβει ζωντανό μουσικό σχήμα για ολόκληρο το καλοκαίρι, γεμίζει με ανάλογους πελάτες, δηλαδή με πλούσιους παραθεριστές και το λιγότερο, ευκατάστατους θαμώνες. Οπωσδήποτε η θητεία τους σε αυτόν τον χώρο δεν προσφέρεται για το δημιουργικό κομμάτι της καριέρας τους, παρά μόνο για την αυτοσυντήρησή της. Το ρεπερτόριο οφείλει να είναι και λίγο τετριμμένο και λίγο εύπεπτο, ακόμα και όταν θα παριστάνει το ποιοτικό, με ελάχιστες αποκλίσεις από την πεπατημένη. Σκοπός είναι αποκλειστικά η διασκέδαση και η καλή γνώμη των ακριβών πελατών. Κάτι που έχουν καταφέρει με επιτυχία τα προηγούμενα χρόνια, για αυτό και η σύμβασή τους ανανεώνεται χωρίς δισταγμό κάθε καλοκαίρι. Γενικά, αρέσουν στον κόσμο. Πολλοί τακτικοί παραθεριστές τούς γνωρίζουν πια, θυμούνται τη Ρ έγκυο, τον Τ με περισσότερα μαλλιά και μια τυπική αλλά εγκάρδια σχέση έχει αναπτυχθεί ανάμεσά τους.

Μερικές φορές ο ενθουσιασμός κάποιου από το μουσικό σόου των παιδιών είναι τόσο μεγάλος, ώστε μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο επιπλέον "τυχερό", όπως να τους καλέσουν έκτακτα σε μια πιο ιδιωτική εκδήλωση, με σαφώς μεγαλύτερη αμοιβή, ικανή για να παραβλέψουν μια δυσδιάκριτη αλλά αναπόφευκτη αίσθηση εκχυδαϊσμού της τέχνης τους, και συγχρόνως επιτρέποντάς τους να εξασφαλίσουν και κάτι για τους νεκρούς επαγγελματικά μήνες του Φθινοπώρου. Αυτά τα έκτακτα πολλές φορές καταλήγουν σε όμορφες βραδιές, ελευθερωμένες από προκάτ ρεπερτόρια, αληθινά ανθρώπινες και εμπνευστικές. Άλλες φορές όμως, όση και να είναι η αμοιβή, και οι δυο τους εκ των υστέρων θα προτιμούσαν να την είχαν αρνηθεί.

Όπως αυτό που ζήσανε πριν από δύο χρόνια. Ένας Έλληνας, διευθύνων σύμβουλος σε μια μεγάλη εξαγωγική εταιρεία, είχε από τότε χτισμένο το εξοχικό του στα δύο χιλιόμετρα από το ξενοδοχείο.   Αρκετά βράδια του καλοκαιριού ερχόταν στον χώρο της πισίνας και έπινε το ποτό του υπό τους ήχους του προγράμματος της Ρ και του Τ. Δυο μέρες πριν την πανσέληνο του Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, ήρθε μαζί με μια μεγάλη παρέα, την οποία αποτελούσαν και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρείας και μαζί ο γιος του ιδιοκτήτη, κληρονόμος κανονικός, γύρω στα σαράντα πέντε, καλοντυμένος με μια όψη παρατεταμένης  νεότητας. Εκείνες τις μέρες, είχε φτάσει στο νησί με το σκάφος του και γύριζε μαζί με τον διευθυντή του τη στεριά και τη θάλασσα όλη τη μέρα. Άκουσε το πρόγραμμα και του άρεσε πολύ. Αμέσως μετά το τέλος, και ενώ τα παιδιά ακόμα μάζευαν τα όργανά τους, πήγε, τα βρήκε και τους έκανε την εξής πρόταση: την Τρίτη, που  η Ρ και ο Τ είχαν το ρεπό τους, θα τους έπαιρνε μαζί του στο σκάφος για μια βόλτα στην πανσέληνο - δυο τρεις ωρίτσες υπόθεση-, δώρο προς τον διευθυντή του, που θα είχε τη μέρα εκείνη τα γενέθλιά του. Η αμοιβή που ζήτησαν η Ρ και ο Τ, χωρίς να έχουν αποφασίσει αν θέλουν να τη δεχτεί ο «κληρονόμος», ήταν πεντακόσια ευρώ συμπεριλαμβανομένης της μικροφωνικής εγκατάστασης. Αυτό θεώρησαν πως ήταν το ελάχιστο ποσό που θα τους έκανε να θυσιάσουν το ρεπό τους, γιατί κατά τα άλλα, το σκηνικό μόνο ελκυστικό δεν ήταν για τα γούστα τους και την αισθητική τους.

Την Τρίτη, λοιπόν, γύρω στις 9 το βράδυ η Ρ και ο Τ περίμεναν ήδη μισή ώρα με όλη τη σκευή στην προβλήτα, μπροστά από τον κάβο του σκάφους, τον «κληρονόμο» με την κουστωδία του να εμφανιστούν. Με τρία τέταρτα καθυστέρηση, έφτασαν όλοι και αφού φόρτωσαν και έστησαν, έλυσαν σχοινιά και ανοίχτηκαν στα γαλήνια νερά του ανοιχτού κόλπου.  Στην αρχή ήρθαν από το προσωπικό οι μεζέδες και ένα δροσιστικό κοκτέιλ για το ξεκίνημα. Είχε περάσει ήδη η πρώτη ώρα όταν δημιουργήθηκε πια το κατάλληλο κλίμα για να αρχίσει το σχήμα να παίζει μουσική. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, αλλά το σκάφος είχε ένα διαρκές κούνημα, μια ξεκάθαρη αίσθηση πως τα βήματα σου, ασταθή, ακουμπούν σχεδόν κατευθείαν το νερό. Η Ρ δεν είναι συνηθισμένη στη θάλασσα και το στομάχι της είχε γίνει κόμπος. Το τραγούδι την βοηθούσε κάπως να καλμάρει την ναυτία, αλλά μέσα της παρακαλούσε να έρθει η ώρα να πατήσει το πόδι της ξανά στη στεριά. 

Πέρασε και η δεύτερη ώρα που έπαιζαν, τελείωνε σιγά σιγά η πρόχειρη λίστα τραγουδιών που είχαν στήσει για τούτη τη βραδιά, και οι δυο τους πίστευαν πως σε λίγο η ταλαιπωρία φτάνει στο τέλος της. Οι κληρονόμοι και οι διευθυντές όμως, είχαν εκ διαμέτρου αντίθετη διάθεση. Τώρα μόλις είχαν έρθει στο τσακίρ κέφι. Άρχισαν το λοιπόν επιθετικά να δίνουν "παραγγελιές": το "ελεύθερο πουλί" ο ένας, " εγώ δε ζω γονατιστός" ο άλλος και πάει λέγοντας για ακόμη δυο βασανιστικές ώρες. Στις τέσσερις τα χαράματα, οι οικοδεσπότες με βρεγμένα τα ρούχα τους από ιδρώτα, σαμπάνια και εμετούς, τρίκλιζαν πάνω στο κατάστρωμα αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον και στρέφοντας το κεφάλι προς τον ουρανό. Ο Τ άλλη υπομονή δεν είχε. "Παιδιά", τελευταίο κομμάτι και γυρίζουμε πίσω", τους είπε με καθαρή και αυστηρή φωνή. Οι διαμαρτυρίες που ακολούθησαν δεν είχαν πια την ίδια ένταση με πριν από μια ώρα. Τώρα, θα ήταν σίγουρα το τελευταίο τραγούδι. "Μην κλαις"! το "μην κλαις"... παίξε!", παράγγειλε ο εορταζόμενος διευθυντής με μια φωνή σαν λυγμό. Ωραία λοιπόν. Ξεκινούν ο Τ την κιθάρα, η Ρ τα λόγια μόνη της μέχρι που την έπνιξαν οι άγριες φωνές όλων των μεθυσμένων:

"Μην κλαις και μη φοβάσαι το σκοτάδι / εμείς, που ζήσαμε φτωχοί....."

Πέντε παρά τέταρτο στην προκυμαία, τα μηχανήματα και τα όργανα φορτωμένα στο αυτοκίνητο. Η Ρ εξαντλημένη στη θέση του συνοδηγού να περιμένει τον Τ που μιλούσε λίγα μέτρα πιο κει με τον κληρονόμο. Σε λίγο, ο Τ ήρθε στο αυτοκίνητο, κάθισε στη θέση του οδηγού και άφησε στα ξεψυχισμένα χέρια της τέσσερα εκατοστάρικα. «Ο μαλάκας, μού έκοψε εκατό ευρώ. Να τον συγχωράμε λέει, αλλά δεν «βγαίνει» κι αυτός!»

Τελευταία στροφή πριν από τα ενοικιαζόμενα όπου τους περίμενε κοιμισμένη σαν αγγελούδι η μικρή με την νταντά της. Η ναυτία δεν υποχώρησε λεπτό. Η Ρ με όλη της τη δύναμη ξέρασε τα σωθικά της μέσα στο αυτοκίνητο. Λερώθηκαν τζάμια, δάπεδο, ταπετσαρία, αλλά το περισσότερο έπεσε στα αφημένα επάνω στην φούστα της εκατοστάρικα.





SLAVE REGINA


Το μωρό έκλαιγε, κουνούσε ζωηρά χεράκια και πόδια. Κλώτσησε την κουβερτούλα από πάνω του κι απόμεινε γυμνό από κάτω. Το κλάμα του, σαν να το συνέτρεχε να μην πουντιάσει. Άλλα μωρά, σ’ ανάλογες συνθήκες, κοκκαλώνουν από τη παγωνιά και πέφτουν σε έναν εφιαλτικό λήθαργο, δεν περνά πολύ ώρα και βουτηγμένα σαν σε μαρμάρινο μελάνι ξεψυχούν. Ο μπόμπιρας όμως τούτος είχε αστέρι, ή κέρδισε την μοίρα του τσιροκοπώντας. Ένας γέροντας, κουκουλωμένος στο πανωφόρι του, άνοιξε σέρνοντας αργά την θεόρατη πόρτα. Έσκυψε πάνω από το μωρό αποσβολωμένος, άπλωσε τα τραχιά του χέρια και σηκώνοντάς το στην αγκαλιά του μουρμούρισε: «μπάσταρδο; άλλο και τούτο πάλι!»
Στα ορεινά εκεί, κάθε Χριστούγεννα, γεμίζει ο τόπος από Αθηναίους εκδρομείς, περιπατητές οι περισσότεροι. Εκείνο το βράδυ χιόνιζε ασταμάτητα, περισσότερο από όσο είχαν προβλέψει τα δελτία. Έτσι δεν ήταν λίγοι αυτοί που βρέθηκαν νυχτιάτικα απροετοίμαστοι, δίχως αλυσίδες στα αυτοκίνητά τους, εγκλωβισμένοι πάνω στα ερεβώδη βουνά. Μετά τα μεσάνυχτα το γλωσσίδι στην πόρτα ξαναβρόντηξε. Πάλι ο γέροντας σύρθηκε ως την είσοδο, προσπερνώντας για δεύτερη φορά το ίδιο απόβραδο στα δεξιά του τον άδειο Νάρθηκα, για να σταθεί μπροστά σε μια νέα περίεργη ενόχληση. Σπρώχνοντας τον σύρτη με έναν έκδηλο εκνευρισμό κι ανοίγοντας την καστρόπορτα του, αντάμωνε μια μικρή παρέα νέων κοριτσιών, όλες τους ξανθούλες με φανταχτερά μπουφάν και γούνινα μποτάκια. Είχαν ξεμείνει στο δρόμο και έψαχναν απεγνωσμένα για καταφύγιο, μια ζεστή φωλιά. Ο γέροντας τους έγνεψε να περάσουν μουγκρίζοντας κάτω από τα γένια του: «άντε να δω τι θα σας κάνω!»
Τις οδήγησε στη μεγάλη σάλα με το μακρύ ορθογώνιο τραπέζι. Από εδώ κι από εκεί τοίχοι που ήταν, λες κι απομίμηση ταπετσαρίας, καλυμμένοι με παλιά και βρώμικα βιβλία, στοιβαγμένα άτσαλα επάνω σε ξύλινα, σκοροφαγωμένα ράφια. Επάνω στο τραπέζι έχασκε μια κανάτα με νερό κι ένα πιατέλο με λίγα κουλούρια, αυτά τα φτηνατζίδικα που φτιάχνουν οι φούρνοι της σειράς και τα πουλούν για μέρες, μα ουδέποτε σκέφτεσαι να αγοράσεις. Τα κορίτσια όμως, χωρίς ντροπή, έπεσαν σαν σφίγγες επάνω τους με τα μούτρα. Ο γέροντας συννέφιασε. Δεν περίμενε τέτοιο ξεθάρρεμα, όσο κι αν καταλάβαινε πως ίσως να ήταν ολημερίς νηστικά.
«Πεινάτε πολύ;» τις ρώτησε.
Η πιο εύσωμη από όλες, εκείνη που ήταν δικό της το αυτοκίνητο και φαινόταν η πιο κωλοπετσωμένη, του απάντησε με μπουκωμένο στόμα: «είμαστε απαράδεκτες, συγγνώμη, αλλά κοντεύουμε να λιποθυμήσουμε από την πείνα.» Ο τρόπος της μαρτυρούσε κακομαθημένη θυγατέρα με υφάκι, που ήξερε με γαλιφιές να εξημερώνει τον μαλθακό μπαμπάκα της. Πού, όμως, ο σκεβρωμένος γέροντας ομοιότητα με τον μπαμπά της. Χωρίς να πει κουβέντα, σφίχτηκαν τα μάγουλά του από την οργή και πρόσθεσε με υποκριτική καλοσύνη: «να σας φέρω τότε να φάτε κανονικό φαΐ, περιμένετε εδώ και φθάνω σε λιγάκι».
«Ευχαριστούμε πολύ παππουλάκο!» είπαν σε συγχορδία όλες μαζί και σκούπιζαν και τα τελευταία ψίχουλα που είχαν μείνει στην πιατέλα. Είχε ζεσταθεί το κοκκαλάκι τους κομματάκι, αλλά ακόμη ήταν σαστισμένες από την ανέλπιστη τροπή που είχε πάρει η εκδρομή τους. Κινήθηκαν κάπως συνεσταλμένα μα φιλοπερίεργα στο χώρο. Χάζεψαν τίτλους βιβλίων, αντάλλαξαν δυο τρία αστεία σχόλια, ήρθαν λίγο πιο κοντά και ο γέροντας μπαίνοντας στη σάλα φορτωμένος με μια παλιά σουπιέρα που άχνιζε, τις βρήκε να ψιθυρίζουν συνωμοτικά τα χαζά τους μυστικά.
«Καθίστε να φάτε τώρα, σερβιριστείτε μόνες σας, πάω να φέρω και το κρέας».
Όταν επέστρεψε με το ταψί το κρέας, οι κοπέλες ρούφαγαν ήδη την παχιά του σούπα. «Γεια στα χέρια σας!» «μόνος σας τη φτιάξατε;» κι άλλα τέτοια σχόλια έπεφταν βροχή, μα ο γέροντας δεν απάνταγε σε καμμιά τους.
«Φάτε τα όλα, μετά πηγαίνετε τα πιάτα στην κουζίνα δίπλα και πλύνετέ τα. Εγώ αποσύρομαι στον πάνω όροφο. Βολευτείτε εδώ στους καναπέδες τους ξύλινους για τη νύχτα. Δεν έχουμε δωμάτια για γυναίκες. Το λουτρό βρίσκεται πίσω δεξιά, βγαίνοντας προς την αυλή. Να κάνετε ησυχία.»
«Ευχαριστούμε παππούλη!» «Καληνύχτα, ευχαριστούμε!» «Μείνετε ήσυχος, θα τα πλύνουμε!»

Με το ζόρι κατάφεραν να κάνουν τη δουλειά μέσα στην κρύα νύχτα. Το κορμί τους ζήταγε απεγνωσμένα ύπνο και ξεκούραση. Χωρίς να βγάλουν ούτε τα παπούτσια, ξάπλωσαν δυο δυο στους καναπέδες. Και τις πήρε βαριά ο ύπνος, πολύ μετά από τα μεσάνυχτα, πολύ πριν την χαραυγή.
Ένας μεγάλος θόρυβος, οξύς, τις ανάγκασε να ανοίξουν πάλι αγουροξυπνημένες τα μάτια, πριν χορτάσουν τον ύπνο που τους έλειπε. Ο θόρυβος ήταν τρομακτικός, εκεί κοντά, μέσα στη σάλα και δίπλα στα κεφάλια τους. Μία μία ανασηκώθηκαν και αντίκρισαν έκπληκτες τον γέροντα με ένα άσπρο ρούχο μακρύ σαν νυχτικό, να κρατά από τις μασχάλες ένα μωρό που στρίγγλιζε, κοκκίνιζε και άφριζε από τις τσιρίδες.
«Τι είναι αυτό;» φώναξαν τρομαγμένες.
«Είναι μωρό, τι είναι; Άκου τι είναι; Και είναι νηστικό.» Απάντησε με αυστηρό τόνο ο γέροντας.
«Ποιανού είναι, δικό σας;»
«Είναι μωρό και είναι νηστικό! Βγάλτε όλες τα στήθια σας να το ταΐσετε! Τώρα!» Τις διέταξε με φωνή οργισμένη.
«Είσαι τρελός!» «μα, τι λέει;» «έλεος, είσαι για δέσιμο!» και άλλα τέτοια ακούγονταν μέσα στη σάλα, ο γέροντας να φωνάζει να γδυθούν, όλες μαζί να ουρλιάζουν τρομαγμένες, το μωρό να κοντεύει να σκάσει από το κλάμα και τα αναφιλητά. Ώσπου το άφησε κάτω στο κρύο πάτωμα και έφυγε για το διπλανό δωμάτιο. Επέστρεψε στο λεπτό ζωσμένος μια κυνηγετική καραμπίνα. Σημάδεψε το μωρό. Τα κορίτσια τσιρίζαν όλα μαζί με το βυζανιάρικο να λύνεται σε λυγμούς και ολοένα πιο απέλπιδες κραυγούλες.
«Γδυθείτε μία μία και δοκιμάστε τα βυζιά σας!»
Τα κορίτσια φάνηκε πως δεν άλλη είχαν επιλογή. Πρώτη η ευτραφής «αρχηγός» της παρέας, ξεκουμπώνει με τρέμουλο το μπουφάν της, ανεβάζει την μπλούζα, βρίσκει το βυζί, τρέχει προς το μωρό και με γυρισμένη την πλάτη προσπαθεί να το θηλάσει. Το μωρό όμως δεν σταμάτησε να κλαίει. Άρπαξε για λίγο τη ρόγα, αμέσως όμως ξέσπασε σε νέα αναφιλητά.  «Τι να το ταΐσω;;» φώναξε τότε απελπισμένη. «Αφού δεν έχω γάλα, δεν έχω κάνει παιδιά!» και άρχισε να κλαίει.
«Η επόμενη τότε!» ο γέροντας έστρεψε την καραμπίνα κάνοντας νόημα στην διπλανή της. Εκείνη κλαίγοντας ήδη, πηγαίνει, παίρνει την ίδια θέση με την πλάτη κάπως γυρισμένη να αισθάνεται ότι κρύβεται και πιάνει το μωρό από τα χέρια της πρώτης. Και αυτό την αρπάζει βίαια με τα πεινασμένα του σαγόνια και το κορίτσι ούρλιαξε από τον πόνο και το τράβηξε από πάνω της φωνάζοντας: «δεν μπορώ!»
«Η επόμενη, η επόμενη!» να επιμένει ο γέροντας. Η τρίτη στη σειρά, του ανοίγει με θάρρος τη ζακέτα της, βγάζει με δύναμη το σουτιέν και του χυμάει αναψοκοκκινισμένη: «σου φαίνονται αυτά βυζιά για γάλα;;». Και πράγματι, το βλέμμα του γέροντα κόλλησε για λίγο στο γυμνωμένο στέρνο, όπου είδε δυο τόσο δα σημαδάκια σαν θηλές και τίποτα άλλο. Εκείνος είχε πλουσιότερο μπούστο από εκείνη την άστηθη νεαρή.
«Έλα εσύ. Εσύ!» απευθύνθηκε με την ίδια ένταση στην τελευταία που καθόταν όλη την ώρα ένα βήμα πίσω από τις υπόλοιπες. Φορούσε μια πράσινη πλεκτή ζακέτα και ούτε φώναζε, ούτε έκλαιγε. Μια θλίψη σαν χαρακιά της είχε σημαδέψει την όψη. Πλησίασε με σκυμμένο το κεφάλι και αμίλητη αγκάλιασε το ταλαίπωρο μωρό, που είχε απομείνει παρατημένο στο παγωμένο πάτωμα της σάλας. Άνοιξε το βυζί της, το πήρε αγκαλιά και από εκείνη τη στιγμή κόπασε κάθε θόρυβος μέσα στον χώρο. Ο μικρούλης γαντζωμένος πάνω της και με ανάσα κουρασμένη από τα αναφιλητά, ρούφαγε γάλα, άφηνε μικρούς αναστεναγμούς γεμάτους παράπονο, ύστερα συνέχιζε, ώσπου σύντομα τον πήρε ειρηνικά ο ύπνος.
Ύστερα από λίγο ο γέροντας, χωρίς να αφήσει στιγμή την καραμπίνα από τα χέρια του, έγνεψε στα κορίτσια:
«Εσύ, εσύ κι εσύ, μόλις ξημερώσει, φεύγετε. Ετούτη εδώ στα πράσινα, θα μείνει.»
Το σούρουπο έπεφτε χειμωνιάτικο αλλά γλυκό. Η κακοκαιρία της προηγούμενης μέρας είχε φύγει οριστικά. Ο γέροντας σκυμμένος στην κουζίνα, μαγείρευε μια καυτή παχιά σούπα. Ένα ραδιόφωνο παλιό, στημένο επάνω στο ράφι, έλεγε εκείνη την ώρα τα νέα και ανάμεσα σε άλλα γιορτινά και μη, ακούστηκε πως:
«Αίσιο τέλος είχε η περιπέτεια των κοριτσιών που είχαν αποκλειστεί το προηγούμενο βράδυ στα ορεινά. Νωρίς το μεσημέρι επέστρεψαν στα σπίτια τους και οι τρεις αγνοούμενες, σώες και αβλαβείς».
Γέμισε το πιάτο του και κατευθύνθηκε προς τη σάλα. Έριξε μια πεταχτή ματιά ψηλά να σιγουρευθεί πως είχε αποθέσει μ’ ασφάλεια την καραμπίνα, στο ράφι εκεί, παραδίπλα στην εικόνα, που τη φώτιζε τρεμάμενο το μικρό καντήλι. Απέστρεψε αντανακλαστικά το βλέμμα του από το είδωλο της αδύναμης φλόγας επάνω στο σταυροειδές του στόχαστρου και το γάντζωσε στο εικόνισμα, που τού ‘μοιασε τότε με νάρθηκα ορθοπεδικό: κρατούσε σφιχτοδεμένη μια Παναγιά φορεμένη στα πράσινα, με κυρτωμένο το σαστισμένο βλέμμα της λεχώνας πάνω στο μωρό που βαστούσε αγκαλιά. Από δω και από εκεί, ένα σωρό αρσενικές φιγούρες γέμιζαν το κάδρο: Ιωσήφ, Βοσκοί, Άγγελοι, Μάγοι, θεός, Ηρώδης…στη γωνία στα ζερβά, λίγο πιο πάνω απ το σπήλαιο, έπεφτε η δική του σκιά καλύπτοντας τον αστέρα. Σταυροκοπήθηκε.
«Όλοι, λοιπόν, στη θέση τους. Και του χρόνου!»



ΑΝΑΤΟΛΗ


Ένα ελάφι που έχει χάσει το δρόμο του. Στις αναβαθμίδες, μία φοράδα δεμένη από το στόμα. Της μασά το σκοινί και χάνονται παρέα στον πλατύ ελαιώνα. Είναι απόγευμα, πάνω που αρχίζει να βρέχει.
"Βρέχει χώμα από την Ανατολή, το τοπίο έχει κρυφτεί. Μη βγούμε να ψάξουμε." Λέει ένας μικρόσωμος, γερασμένος, με σπινθήρες στα μάτια. Τρίβει τα χέρια του κοντά στη φωτιά του μικρού δωματίου. "Ούτε να βγεις μοναχός, εσύ που δεν αντέχεις το βρέξιμο, θα αντέξεις τη θύελλα και μιαν αλαφιασμένη φοράδα; Ας μείνουμε μέσα. Θα σε πλύνω με ζεστό νερό και θα φιλήσω την πλάτη σου. Έλα κοντά μου. Όσα συνθέτει απόψε ο ουρανός δεν προορίζονται για εμάς τους δύο."
Μέσα στο σκοτάδι, το θολό νερό, ο άνεμος αποθέτει τη ματωμένη Ανατολή στη Μεσόγειο. Ένα χαμένο ελάφι και η απελεύθερη φοράδα του σκαλίζουν στις λάσπες του ελαιώνα λόγια καινούργια, ξεκινώντας από το μηδέν. Πες πως δραπέτευσαν από τους τοίχους των δικών μας σπηλαίων.
Βρέχει.




ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ


Εκείνα τα χρόνια, που οι συγκρούσεις έδιναν κι έπαιρναν, ο  κόσμος έβγαινε από τα σπίτια του και κατέβαινε στο δρόμο. Μην πιστέψεις πως ήξερε τι κάνει. Το παιχνίδι ήταν προ πολλού σχεδιασμένο να λήξει με έναν συγκεκριμένο τρόπο και οι πιο έξυπνοι το κατάλαβαν νωρίς. Οι υπόλοιποι, (όσοι από αυτούς δε χάθηκαν)  που δεν έπαψαν να πιστεύουν σε αγώνες, είναι και οι μόνοι που μπορεί σήμερα να μιλούν για όλα αυτά.
Με ένα βραδύκαυστο τσιγάρο στο χέρι, καθισμένοι σε ένα υπαίθριο καφέ, συνήθως σε κάποια επαρχία. Και όταν πλησιάζουν οι γιορτές, οι διακοπές, οι μέρες που μαζεύεται λίγος κόσμος και βρίσκουν λίγους έστω ακροατές. Τον υπόλοιπο καιρό, ζουν καταδικασμένοι σε μια σιγή βαριά σαν τιμωρία, μιας και οι γύρω τους, οι καθημερινοί, τα ξέρουν ήδη, μα πιο πολύ, δεν τα αγαπούν καθόλου. 
Αλλά και οι ξύπνιοι, που δεν πίστεψαν πολύ και είδαν το παιχνίδι πουλημένο απ’ την αρχή, ζουν, θα έλεγες, ζωή χειρότερη ακόμα. Άφησαν τον εαυτό τους σκαρφαλωμένο σε ένα βράχο να αγναντεύει ουρανό και αποφάσισαν πως θα ζήσουν στο εξής χωρίς αυτόν. Εν μιά νυκτί αποκήρυξαν όλα όσα είχαν ελπίσει και αυτά που δεν τα είδαν ποτέ να γίνονται όπως τα είχαν ονειρευτεί. Αυτοί να δεις, πώς γίνονται ιδιαίτερα σκληροί και άδικοι με τους άλλους. Δεν αντέχουν να τους ακούνε καν. Τους μισούν, τους περιφρονούν, τους χλευάζουν. Όπως ένιωσαν κάποτε τη ζωή να χλευάζει αλύπητα τους ίδιους.
Και κάτι τέτοιες περιπτώσεις τις πληρώνουν εντέλει τα παιδιά. Η νέα γενιά μεγαλώνει σάρκα από τη σάρκα των γονιών της, και όλες οι λοξές ματιές, οι κακοποιημένες ελπίδες, η ζήλεια και το απωθημένο την πυροβολούν από την πρώτη της στιγμή στον κόσμο. Αυτή δεν θα κάνει την έκπληξη. Όπως της έδειξαν στραβό το δρόμο, έτσι θα πορευτεί, σπαταλώντας την υγεία και τον εαυτό της. Ετούτη η γενιά δεν έμαθε ούτε να ελπίζει κάτι, ούτε και να απογοητεύεται. Δε γνώρισε ποτέ πως είναι να αλλάζει χρώμα το λουλούδι μέσα στο χέρι σου, πώς είναι ξαφνικά να ακούς τη γάτα να γαυγίζει. Ζει χωρίς να εξελίσσεται, σε έναν κόσμο κοιμισμένο, ή που έχει νεκρωθεί. Κάποτε, καμιά φορά, μπορεί να σηκώσει λίγο τη φωνή, να κάνει λίγο θόρυβο, αλλά τίποτε το ανατρεπτικό. Το πρόσωπό της είναι απρόσωπο και τα μέλη της, όλα ηλεκτρονικά.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν όμορφοι οι άνθρωποι. Το θυμούνται ακόμη εκείνοι που δεν ξέχασαν και καπνίζουν κάπου κάπου στις πλατείες. Τους σπαράζει η καρδιά να βλέπουν έτσι τα παιδιά. Αν συγχώρησαν στο βάθος της ψυχής τους που προδόθηκαν οι ίδιοι, τώρα νιώθουν πως μαζί τους έχουν χαθεί και τα παιδιά και μαζί τους, τα παιδιά τους. Με αυτή τη σκέψη, το αίμα πάλι βράζει. Το βλέμμα σκοτεινιάζει και ταράζονται.
-«ΌΧΙ!» Φωνάζουν όρθιοι σε μια πλατεία αδειανή.
Δεν ανταπαντά το γερασμένο πεύκο. Δεν χαμηλώνει το βουητό ο αέρας. Δεν τρέχει να τους πάρει μιαν αγκαλιά κανείς. Αλαφιασμένοι σηκώνονται να φύγουν προς το σπίτι. Ψάχνουν στη ντουλάπα τη ζωή, που την έχουν φυλαγμένη σαν τουφέκι, και τη ζώνονται. Σηκώνουν από τον ύπνο τα παιδιά, τούς ξεφωνίζουν:
-«Ντυθείτε! έχουμε πόλεμο! ο πατέρας θα γυρίσει νικητής ή σκοτωμένος!»
Τα παιδιά ενοχλημένα γυρίζουνε πλευρό.
Όμως εκείνοι ξεκινούν.




ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ


Με το φίλο μου το Νεκτάριο γνωριστήκαμε στα τέλη του 2008. Με γνώρισε ως υπάλληλο στην κατασκευαστική εταιρεία που έχτιζε τότε το νέο νοσοκομείο του νησιού. Ο Νεκτάριος βρέθηκε και αυτός κάπως έτσι τυχαία στο χώρο του εργοταξίου, όταν ο μηχανικός του έργου και προϊστάμενός μου τον είδε να τριγυρνά στα πέριξ και τον περιμάζεψε, στην αρχή ενός μεγάλου έρωτα που έμελλε να αναπτυχθεί ανάμεσα στους δύο. Τον τάισε, του έστησε κάποιες λαμαρίνες για να έχει σπιτάκι τα βράδια, τον έπαιξε, γνωρίστηκαν και από εκείνη την ημέρα ο Νεκτάριος προστέθηκε στην παρέα μας.
Την ίδια εποχή το έργο (δηλαδή τη φάση με τα καλουπώματα και τα μπετά) το είχε αναλάβει ένας υπεργολάβος από τον Πύργο, ονόματι Νεκτάριος. Ο άνθρωπος αυτός, αν και μόνο τριάντα πέντε χρονών, ήταν από τη στιγμή που τον γνώριζες, η μοναδική αντιπροσώπευση της βρώμας, της χυδαιότητας και της απλυσιάς του νεοέλληνα εργολάβου. Σαν το Νεκτάριο, ένα πράγμα. Μόνο που το σκυλί μας βρωμιζόταν από τις λάσπες του εργοταξίου και παρόλη την τάση του για τεμπελιά και ξάπλα κάτω από τον ήλιο, το όνομά του το πήρε μάλλον κατ’ ευφημισμόν του συνονόματου εργολάβου.
Ο σκυλάκος μας  είχε στην αρχή έναν ευγενή χαρακτήρα, παιχνιδιάρικα υποτελή και άμεσα επικοινωνιακό. Ακόμα κι εγώ, που ουδέποτε στη ζωή μου σχετίστηκα με σκύλους, έφτασα νωρίς στο σημείο να τον χαϊδεύω στα αυτιά, πρώτα με τα παπούτσια μου και αργότερα να τον κάνω ολόκληρες αγκαλιές με γυμνά τα χέρια μου, να με γλύφει και να του ψιθυρίζω γλυκόλογα. Η ανακατεμένη άσπρο-μπεζ φλοκάτη του, έγινε σύντομα το σύμβολο της τρυφερότητας σε ένα χώρο σκληρό και δύστροπο όπως είναι κάθε μεγάλο ανάκατο εργοτάξιο.
Κάθε φορά που θυμάμαι εκείνο το πρωινό, μου έρχονται ρίγη συγκίνησης. Ήταν τότε που φτάνοντας στη δουλειά μου με το αυτοκίνητο είδα από μακριά μια αφράτη μπάλα να τρέχει προς το μέρος μου κουνώντας την ουρά της, πιο δυνατά και πιο χαρούμενα από κάθε άλλη φορά. Ο Νεκτάριος είχε πλυθεί! Τον φιλοξένησε το βράδυ στο σπίτι του το αφεντικό μου και με τη γυναίκα του κατάφεραν το ακατόρθωτο. Ο Νεκτάριος να μοσκοβολά με καθαρισμένα τα μάτια του από το παραπανίσιο τρίχωμα που τον δυσκόλευε να δει πέρα από τα ρουθούνια του. Δεν είχα ξανανιώσει ον να μου μιλά τόσο μεγαλόφωνα χωρίς λέξεις. Ήθελε να μου δείξει τα μαλλιά του, τα αυτιά του, τα μάτια του. Ήταν τόσο όμορφος και ανεπανάληπτα χαρούμενος. Του είπα κι εγώ δυνατά με ανοιγμένα τα χέρια μου: Νεκτάριε! Τι όμορφος που είσαι αγόρι μου! Δακρύζω αληθινά. Έπεσε στην αγκαλιά μου και περάσαμε μαζί όλο εκείνο το πρωί.
Την επομένη ημέρα ωστόσο, ήταν η πρώτη φορά που ο Νεκτάριος έλειπε από τη θέση του. Τρελαθήκαμε το αφεντικό μου κι εγώ.  Κάναμε το γύρο της οικοδομής, που ήταν ανελέητα πολύ μεγάλη, μήπως και χώθηκε κάπου τη νύχτα, ή νωρίτερα το πρωί. Δε γινόταν να φανταστούμε κάτι. Εκείνος έλειπε όλη μέρα κι εμείς αγχωμένοι μιλούσαμε συνεχώς για εκείνον για να τον έχουμε τουλάχιστον κοντά μας με τις κουβέντες. Η χαρά των περασμένων ημερών βυθίστηκε μέσα σε ένα πένθος φωτισμένο ακόμη από το φως της.
Ευτυχώς τότε, το τέλος ήταν αίσιο και μάλιστα διδακτικό, γιατί εννοήσαμε επιτέλους πως ο Νεκτάριος δεν ήταν μόνο ένα όμορφο πλάσμα αλλά και διαισθητικά πανέξυπνο. Όσο απουσίαζε από το εργοτάξιο, ο Νεκτάριος βρισκόταν αραγμένος στο κατώφλι  του σπιτιού του αφεντικού μου. Είχε θυμηθεί το δρόμο που πήρε όταν πήγε για πλύσιμο και στην πρώτη σκοτεινή τρομάρα που ένιωσε μόνος του εδώ μέσα στη νύχτα, περπάτησε τρία χιλιόμετρα, βρήκε την άκρη μέσα από στροφές και λαβυρίνθους και έφτασε στο φιλόξενο σπίτι που μόλις την προηγούμενη τον είχε δεχτεί. Το αφεντικό μου τον βρήκε εκεί το απόγευμα, μόλις επέστρεψε από τη δουλειά, να τον περιμένει αφοσιωμένα.    
Μας τον έφερε πάλι την επομένη και βαλθήκαμε όλοι μας σε μία προσπάθεια να κατανοήσει κάπως ή να νιώσει ο Νεκτάριος ότι  σπίτι του ήταν το εργοτάξιο. Θα έτρωγε φαγητό μόνο από εμένα πια, που το σπίτι μου βρισκόταν πολύ μακριά και άλλωστε δεν τον είχα πάει ποτέ ως εκεί για να θυμάται το δρόμο. Κατά κάποιον τρόπο όφειλε να μάθει πως το σπίτι μας είναι οι λαμαρίνες δίπλα στο γραφείο, που και εκείνο από λαμαρίνα ήταν φτιαγμένο! Πως εγώ είμαι κάτι σαν μητέρα και οικοδέσποινα και πως είναι μεγάλο παιδί, ώστε να μπορεί να αντέχει τα βράδια μόνο του. Εξάλλου γύρω γύρω, είχε συρματόπλεγμα και, εάν ο ίδιος δεν έσκαβε τρύπες, κανείς δε μπορούσε να μπει στο χώρο και να τον βλάψει με οποιονδήποτε τρόπο.
            Ήταν πολύ έξυπνο σκυλί, με χαρακτήρα δυνατό και συναισθηματισμό που εγώ ουδέποτε είχα συναντήσει στη ζωή μου σε σκύλο. Και ήταν παιχνιδάκι για τέτοιο πλάσμα να μάθει τί τον θέλαμε να κάνει. Από τότε, μετρούσα τις ημέρες με κονσέρβες, έτρωγε χορταστικά, και οι μήνες περνούσαν, έφτανε το Πάσχα αργόσυρτα μες τη σκυλίσια ζωή.
Αν τώρα βρίσκετε περίεργο λίγο το γράψιμό μου, τη φωνή μου κάπως λυγισμένη και αν μπορείτε να νιώσετε τη σκιά μου που βαραίνει αλλόκοτα το χαρτί, εσείς μπορείτε να καταλάβετε σε ποια θέση έφτασα εκείνο το απομεσήμερο. Τρεις ημέρες πριν την Ανάσταση, μόνο πριν τρεις ημέρες. Σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια το φτωχό Νεκτάριο. Όταν συμπληρώθηκε μια ολόκληρη εβδομάδα που συνέχεια μου γάβγιζε απειλητικά και δε φοβόταν ούτε τόσο δα να μου προτείνει γρυλίζοντας τα δόντια του. Που έχωνε τη μουσούδα του με μανία ανάμεσα στα σκέλια μου και ανέβαζε επάνω μου με ένταση τα τριχωτά του πόδια. Όπως κανένας σκύλος δεν μου έκανε ποτέ.
Μπήκα τη νύχτα στο εργοτάξιο, με κλειδί που αντέγραψα κρυφά από του αφεντικού μου. Δεν υπήρχε ίχνος φως, καμμία λάμπα σε ολόκληρο το κτήριο. Το ροχαλητό του Νεκτάριου αντηχούσε στα τσιμεντένια δώματα και ίσα ίσα διέκρινα τη φλοκάτη του να ανεβοκατεβαίνει σε κάθε ανάσα. Τον αγάπησα τρελά και απύθμενα. Τον σκότωσα ρίχνοντάς τον σε έναν μεγάλο κουβά γεμάτο τσιμέντο και το πρωί οι περισσότεροι μιλούσαν για ατύχημα. «Όχι ρε γαμώτο! Και ήταν ωραίο σκυλί!» Μόνο το αφεντικό μου δεν έβγαλε κουβέντα. Σκοτείνιασε σαν καταιγίδα και μου είπε να μείνω μέσα στο γραφείο για όλο το πρωί· εκείνος ήθελε να βγει μια βόλτα.





ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ


           
Καθίσαμε με τα ψώνια στο χέρι στο πλησιέστερο παγκάκι της πλατείας. Καλοκαίρι και αληθινός καύσωνας. Τι θέλαμε κι εμείς να τριγυρνάμε τέτοιες ώρες στη ναρκωμένη αγορά του χωριού; Ακόμα και οι έμποροι, έμοιαζαν να απορούν και να βαριούνται να μας εξυπηρετήσουν. Κλεισμένοι μέσα από τις πόρτες στην ψευτιά του αίρ- κοντίσιον, που πάει πακέτο με την μικρή τιβί , που εκπέμπει γυάλινο και καθαρό το σήμα της έως την τελευταία εσχατιά τούτης της γης. Τουλάχιστον να είχε η εικόνα χιόνια.
Τα ψώνια στις σακούλες τώρα με γέμιζαν μια κουραστική ματαιότητα και τα μάτια μου τα ένιωθα σκασμένα να καίνε. Λειωμένες από τη ζέστη, το σετ αποτρίχωσης και τα κερασάκια μας λείπανε. Εδώ γινόταν ζήτημα αν θα αντέξουμε μέχρι το σπίτι. 38  χιλιόμετρα σε ακάλυπτο δρόμο, έστω και με αυτοκινούμενο κονσερβοκούτι.
Πάνω στη στιγμή, την ώρα της απόλυτης απελπισίας, μού έπεσε ένα κεράσι από την ξεχειλισμένη τσάντα.
- πού πας; το ρώτησα ξαφνιασμένη
- εγώ την κάνω, απάντησε με αποφασιστικότητα. Λυπάμαι για τα λεφτά που δώσατε προς την απόκτησή μου, αλλά οι συνθήκες δε μου επιτρέπουν περαιτέρω συνεργασία. Την αγάπη μου και να προσέχετε.
            Και το είδα να χάνεται στο πλακόστρωτο, ανάμεσα στα λούκια και τους αρμούς, κάτω από τα τραπεζάκια του καφενείου. Είχε και κάποιους πελάτες, παρόλη τη ζέστη. Λαχτάρησα μέχρι να το δω να ξεφεύγει γλιστρώντας κάτω από τις πυρακτωμένες σόλες των παπουτσιών που άλλαζαν σταυροπόδι στον αέρα. Και μετά χάθηκε.
- στο καλό, ψιθύρισα ψόφια από την εξάντληση.
Φοβάμαι τις σφίγγες υπερβολικά. Όταν ήμουν μικρή είχα πολλάκις πρηστεί μετά από τσίμπημά τους και αναγκαζόμουν κάθε φορά να υποβληθώ σε ενέσεις, για αυτό και έχω αναπτύξει δυνατά αντανακλαστικά στο άκουσμα του πετάγματός τους. Οι πρώτες μου κινήσεις δηλαδή, ήταν να σηκώσω πανικόβλητη τα χέρια για να διώξω ένα πετούμενο. Μετά από λίγο κατάλαβα πως ήμουν ξαπλωτή στο έδαφος, σε ένα έδαφος νωπό, σε κάποιο μέρος σκιερό, που κοντά του ένιωθες πως τρέχουνε νερά. Θα ήταν νερά καθαρά και διαυγή, κελαρυστά, που ξεπηδούσαν από πηγή. Δεδομένης της ταλαιπωρίας, μου φάνηκε παράδεισος σωστός. Μα πώς, πότε και κυρίως, για ποιο λόγο είχα βρεθεί εδώ; Τι είχε γίνει η φιλενάδα μου; τι γύρευε μια χούφτα αμύγδαλα αφημένη δίπλα από το κεφάλι μου;
Ένα καμπανάκι χτυπούσε πίσω από μια επιβλητική ογκώδη κοτρώνα. Στην αριστερή της μεριά, χαμηλά, εξείχε ένα πόδι αντρικό, γυμνό και τεντωμένο. Οι μύες του βρίσκονταν σε σύσπαση, ευχάριστα ηδονική κι εγώ που δεν είχα σηκωθεί ακόμη, έφερα το πηγούνι μου να κολλήσει στο λαιμό και πέρασε κάμποση ώρα έτσι να χαζεύω εκείνη τη λαχταριστή γάμπα. Ώσπου κουράστηκε ο αυχένας μου, ανακτούσα τις δυνάμεις μου τώρα που είχα συνέλθει και ένοιωσα πως, καλό θα ήταν, ας σηκωνόμουν από κει χάμω.
Αν και εγώ στάθηκα όρθια, η γάμπα δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται την παρουσία μου. Παρέμενε εκεί, εκτυφλωτικά ζωντανή και αξιοθέατη. Μάζεψα μια χούφτα αμύγδαλα από κείνα που όποιος τα είχε αφήσει δίπλα μου, το έκανε για καλωσόρισμα, για περιποίηση ή για παρηγοριά. Ασυλλόγιστα κινήθηκα προς την κοτρώνα. Ήταν στα πέντε μέτρα απόσταση. Ήθελα πολύ να δω το υπόλοιπο κορμί της γάμπας, η ηλικία της οποίας προσδιορίστηκε κατόπιν πρόχειρου υπολογισμού γύρω στα τριάντα έτη. (Οι τρίχες ήταν αρκετά πολλές και ελάχιστα ταλαιπωρημένες. Καστανές και χρυσίζουσες λόγω καλοκαιριού, μεσημεριού και καύσωνα). Απρόοπτη ως εξέλιξη, μια κίνηση του ποδιού προς κάθετη τοποθέτησή του στο έδαφος, ύστερα από αστραπιαία αναστροφή στον αέρα, με έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. Χωρίς να το καταλάβω, μέσα σε δέκα περίπου δευτερόλεπτα είχα εκσφενδονίσει όλα μου τα αμύγδαλα προς το πίσω μέρος της  κοτρώνας. Ευτυχώς κανένα δεν είχε πλήξει την ίδια τη γάμπα. Όμως εκείνη κειτόταν τώρα στο έδαφος χαμηλά, λιγότερο συσπασμένη αυτή τη φορά.
Άγνωστο πόσα χιλιόμετρα στην κοχλάζουσα άσφαλτο. Προτιμώ να περπατώ συνήθως με το πρόσωπο κόντρα στον ήλιο, συνήθεια από παλιά, τότε που φαντασιωνόμουν πως όπου να ’ναι θα πετάξω, σαν άλλη Ίκαρος. Τα πόδια μου κινούνταν στον αυτόματο και εγώ έδινα σημασία μόνο στο υπνωτικό πέρα-δώθε της λεκάνης μου. Αντί να προχωρώ στο φως, μάλλον σαν να με κατάπινε σε κάθε βήμα πιο πολύ ο ρευστός δρόμος. Στο τέλος προχωρούσα μόνο με τη λεκάνη, σχίζοντας μιαν άσφαλτο βαλτώδη και μαλακή. Στα μέσα μιας ατέλειωτης ευθείας, έβγαινε από μια πάροδο και η φιλενάδα μου. Ήταν μια ανακούφιση και αυτή, τόση ώρα που την είχα αναζητήσει.
-          Είχα πάει για κεράσια, ήταν τα πρώτα της λόγια πριν με φιλήσει.
-          Α, τι όμορφη ιδέα, της απάντησα με τρυφερότητα, ενώ τίναζα τα αμυγδαλότσουφλα από τα ξανθά μαλλιά της.





ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΟΧΩΡΑ


Είχε ζητήσει τις τελευταίες του ώρες να τις περάσει έτσι:
Τρεις άνθρωποι του χωριού θα τον μετέφεραν ξαπλωμένο πάνω σε ένα ξύλινο φορείο και σκεπασμένο με μια ψιλή μάλλινη κουβέρτα. Θα τον οδηγούσαν από τον χωματόδρομο, την εποχή που οι βροχές θα τον είχαν τραχύνει πολύ, προς τα ερείπια της Παλιόχωρας, της εγκαταλελειμμένης μεσαιωνικής πολιτείας, όπου κατοικούν πλέον μόνο τα όρνεα και κάποια άγρια γίδια.
Στο δρόμο δεν θα έπρεπε να μιλήσει κανείς. Για να ακούγεται μόνο το λαχάνιασμα των ανθρώπων από την πεζοπορία. Όταν θα έφταναν στα ερείπια, εκείνοι θα ήξεραν πως πρέπει να τον αφήσουν στεριωμένο στην υψηλότερη θέση να κατακλύζει τη ματιά του ο ουρανός και λίγο πιο χαμηλά, ίσα ίσα να διακρίνονται τα πουρνάρια, οι ασπάλαθοι –σε εποχή που δεν έχουν ανθίσει ακόμη- και οι πέτρες. Αυτές, οι τόσες πέτρες της καστροπολιτείας, ανακατεμένες με τις φυσικές του τοπίου, αδύνατο πια να ξεχωρίσεις ποια παρίστανε το σπίτι, ποια το τείχος και ποια το μαντρί.
Οι άνθρωποι έπειτα θα απομακρύνονταν από το σκηνικό, αλλά κάπου θα έπρεπε να βρουν ένα χώρο και να κρυφτούν ώσπου εκείνος να τελειώσει, γιατί χρειάζονταν για την ώρα ετούτη και κάποιοι αυτόπτες μάρτυρες.
Από το φαράγγι θα δυνάμωνε σταδιακά ένα τραγούδι γυναικείο ανατριχιαστικό, σα βαλκάνιο πολυφωνικό αριστούργημα, που όλο και θα σκαρφάλωνε ψηλότερα, όλο και ψηλότερα, κατακλύζοντας κάποτε όλον τον ουρανό, ως τη στιγμή εκείνη που το αεράκι του απογεύματος θα άρχιζε να περονιάζει και ο Άνθρωπος θα πέταγε από πάνω του την κουβέρτα, θα σηκωνόταν πια άυλος προς το Ανώτερο ψιθυρίζοντάς του ένα κρυστάλλινο: «ήρθε  η ώρα!»
Όμως οι φωνές, ανεξέλεγκτες, κράτησαν το τραγούδι για περισσότερο και  προσπέρασαν τη στιγμή. Έτσι, δεν πρόφτασε την απόφαση και πάλι τον έπιασε να αναζητά την κουβέρτα του, να τυλίγεται, να γυρίζει πλευρό πασχίζοντας να τον πάρει ο ύπνος. Να τον πάρει γλυκά και ανθρώπινα, σαν να επρόκειτο αργότερα να ξυπνήσει μέσα σε ένα ζεστό σπίτι με στρωμένα χαλιά, θορύβους απ’ την κουζίνα και δυο κορίτσια χαρούμενα να κανονίζουν από το τηλέφωνο τον βραδινό τους περίπατο.





ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ


Oι άνθρωποι λοιπόν δεν ανεβαίνουν. Μόνο φτάνουν τα κορδόνια των πραγμάτων και τα κατεβάζουν στο ύψος τους. Και παρόλα αυτά, ακόμη ζητάω μια μήτρα για να κρυφτώ. Μα το πιο ανεξήγητο απ’ όλα, θα μου μείνει τι να απέγιναν τόσα στυλό χαμένα απ’ το γραφείο μου. Ο φόβος μου δεν είναι μήπως ξεμείνω και δεν μπορώ να γράψω. Ανάθεμα στο γράψιμο και σε όποιον το ανακάλυψε. Το ανησυχητικό, γεροντοκόρη Λευκοθέα, είναι που τα στυλό ε-ξα-φα-νί-ζο-νται. Αλλά μόνο από το δικό μου το γραφείο. Κομψευάμενη εσύ κει έξω, κάνεις πως δεν ξέρεις τίποτε γιατί στο βάθος διασκεδάζεις. Όπως όλοι σας δω μέσα με τη φυλλοβολία μας, των υπουργών. Γέρικα κοράκια, κακιασμένα. Σας έχει φάει το δημοσιοϋπαλληλήκι. Το λέτε αρκετά χαριτωμένα, κρυφογελώντας στους διαδρόμους: αυτός να φύγει, εμείς θα μένουμε. Να ξέρεις πως το ίδιο παθαίνουν και οι σταλακτίτες. Πεθαίνει ο άνθρωπος κι εκείνοι συνεχίζουν να πήζουν τη θλιβερή τους ύπαρξη μες στους αιώνες. Δε σου κακιώνω. Όχι σήμερα, βαριέμαι. Το μόνο που σου ζήτησα, γαμώ την πουτάνα μου γαμώ, είναι ένα κωλοστυλό μια οποιαδήποτε γραφίδα να υπογράψω το κωλόχαρτο. Παραιτούμαι: ρήμα παθητικό, ενεργητικής διάθεσης κατά του παθημένου. Λευκοθέα, φέρε μου μέσα σε παρακαλώ ένα στυλό. Πάλι τα ίδια, αδιόρθωτος. Τα εσύ που ενσαρκώνω είναι τόσο πιο πολλά από αυτά που απευθύνω.


&

Έφαγα το παγωτό πριν από το φαγητό. Και για να καταρρίψω την παράλογη αντίληψη πως ψάρι μαζί με γαλακτοκομικά ισούται με θάνατο, θα φάω μια ολόκληρη σφυρίδα παραθαλασσίως. Έχω εξάλλου όλο το χρόνο για να ψαρέψω αργότερα, ώστε να πάρει και η θάλασσα την εκδίκησή της. Οι εποχές είναι δύσκολες για απαλά αεράκια. Με ξεγέλασε η μυρωδιά του φλοίσβου. Εδώ, τίποτε πια δεν είναι για να το φας. Στο κοντάρι κρέμεται ένα μαδημένο πανί. Πληθαίνουν τα αγκάθια όσο προχωρώ. Κρέμεται η δύναμη κάθε μαλακίας που έχουμε διαπράξει -μη αναχαιτίσιμης- να μας ακολουθεί για πάντα. Κρυώνω μέσα στο μεσημέρι. Διψώ δίπλα στη θάλασσα. Πονώ μες στην αναισθησία μου. Με καταπίνει η ανθρωπινότητα ετούτης της περιοχής. Θέλω ξαφνικά να πω τα κάλαντα και να γεμίσω τις τσέπες μου με καραμέλες. Να φιλήσω μέσα στη φούρια της γιορτής τη δασκάλα μου στο στόμα. Ποιος κρέμασε ετούτο το καλοκαίρι έξω από τα παράθυρα; Γνωρίζω τις κρυψώνες μέσα στις καλαμιές, που δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ μου. Γνωρίζω και την ώρα που γεννούν τα αυγά τους οι αγριόπαπιες. Έμεινα επίμονα μακρυά από τέτοιες απερισκεψίες της ζωής. Κλίνω το μόνος μου καθισμένος στην ακρογιαλιά > όρθιος ζαλίζομαι από τον ξεψυχισμένο θόρυβο του παφλασμού τα καλοκαίρια > εγκαταλείπω με πηδήματα τη φλεγόμενη παγίδα της χρυσωμένης άμμου > επιζητώ τη συντροφιά Σου, όποια ποτέ σου είσαι.


&


Με τα τραγούδια μας θύμωσε η θάλασσα
-έχει ψάρια; Τσιμπάει;
-όχι ακόμα, καλή μου
-γιατί να καθόμαστε εδώ;
-ακόμα δεν κάθισες και βαρέθηκες
-έχει βαρύνει το κεφάλι μου, δε με λυπάσαι;
-τα πάντα θα ήταν πιο όμορφα αν έλειπαν
 οι συχνοί πονοκέφαλοι
-θα σταματήσω να πίνω. Πονώ
-καλώς, θα τα μαζέψω να φύγουμε.
 Άφησέ με να σου κρατήσω το χέρι
-θα το αφήσω, είμαι πιωμένη

-εκείνα που βλέπουμε θα είναι αυτοκίνητα
-γιατί να πηγαίνουν στις ρόδες τους πάντα;
-ό,τι αξίζει απ’ τα παλιά, κάνει καλό να το κρατάμε ακόμη
-όπως τα περιβραχιόνια του λοχία
-και τους εχθρούς μου
-χάρισέ τους ένα σκυλάκι, να ησυχάσεις

Τα μάτια μας ν’ αντικρίζουν πουρνάρια και ουρανό
-ο άγιος φωσφορίζει
-πυγολαμπίδες θα είναι μικρή μου, για δες
-το γένος μεταξοσκώληκα. Άραγε νύχτωσε τώρα;
-μήπως να τις ρωτούσαμε. Δε θα ' ταν ολότελα απρεπές
-ας προσπαθήσουμε πρώτα μονάχοι μας. Τί πιάνεις; Το νιώθεις;
-σαν της μητέρας μου. Έχεις λυμένα μαλλιά
-προχώρα πιο κάτω
-τα χείλη σου τρέμουν; Τι έπαθες;
-πιάσε το στήθος μου. Εκεί. Πες μου, με βλέπεις;
-σε νιώθω
-με βλέπεις;
-λυπάμαι

Λυπήσου και τη μητέρα μου, Άγιε
-δεν μου περνά το κεφάλι, με τίποτα
-το περπάτημα θα σε βοηθήσει. Στηρίξου σε μένα να συνεχίσουμε
-γέμισε ο τόπος με περιβόλια. Και η νύχτα γέμισε έντομα.
 Να φωτίσω;
-με τι;
-βρήκα στην τσέπη μου ετούτο
-τι είναι, δεν βλέπω
-να σου φωτίσω λοιπόν;

Απ’ το σκοτάδι βγαλμένο, φως μου αγγελικό
-μη μου το ξανακάνεις. Δεν είσαι απ' τους δικούς μου κι εσύ;
-συγγνώμη, το θεώρησα αστείο. Δε βρίσκεις;
-φυσικά, δε χρειάζεται να συμφωνούμε σε όλα
-έχεις πάει σχολείο;
-υπήρξα παλιότερα και υπουργός. Τώρα, εμπόριο πάλι
-γιατί δε μου τό πες ποτέ;

-ποιος σου το ’πε αυτό; ακούγεται τελείως παράλογο
-η γιαγιά μου, που ήταν δασκάλα
-και τι σκάμπαζε εκείνη από χορό
-τίποτα. Μα δε θα γινόμουν καλή, ούτως ει άλλως
-έχασες όμως πολύτιμο χρόνο
-και τώρα, δε χάνω;
-κερδίζω εγώ

Σε άγγιξαν τα δάχτυλα μετανιωμένου βιολιστή
-φτάσαμε σπίτι σου. Μεγάλο που είναι
-ντρέπομαι που πρέπει να φύγεις
-άφησε τις ντροπές
-θα σου φέρω ένα ποτό, εδώ έξω στο πεζοδρόμιο, εντάξει;
-είπα δεν πίνω
-μα ήπιες
-εντάξει, κάνε τα δύο. Να πιούμε μαζί
-το παλιοκόριτσο έφυγε. Πάλι δεν κράτησα όνομα. Και πάλι χαράζει.
Ούτε στον εχθρό μου το πάλι.

Στην οικία μου πάλι. Στην οικεία μου πάλη με τους αγγέλους


&


Ευγενικέ μου άγιε.
Λυπήσου τη μητέρα και τα λυτά της τα μαλλιά. Εχθές κι εκείνη αποκοιμιόταν στη στενή σου αγκαλιά σαν το μωρό. Φώναξε στο διπλανό σου άγγελο να της χαϊδέψει απαλά το χέρι. Απόψε, κοιμήθηκαν νωρίτερα τα πουλιά και το φανάρι ξεπέζεψε από τη λαύρα της Αυγουστιάτικης νύχτας. (Ακριβέ μου άγιε, φορώντας τα άμφια τα χρυσά μοιάζεις με πυγολαμπίδα!). Λυπήσου και το μεταξοσκώληκα. Πότε θ' αγιάσει το δικό του γένος θυμωμένος; Ελάτε μαζί εδώ στο υπέροχο σκηνικό που ζωγραφίζει στα πλαϊνά της η νύχτα. Φωνάχτε του. Δε σας ακούει. Πιο δυνατά! Κι άλλο, κι άλλο. Έτσι, φωνάξτε επιτέλους.Τα σπαθιά των ρωμαλαίων κάηκαν στην πυρά του χθεσινού σφαγείου. Οι έρωτες κατούρησαν στο ποτάμι που πνίγηκε αργότερα η ομορφότερη γυναίκα. Κι εσύ, ακόμα στέκεσαι και με κοιτάς; Προς τι άγιε; Για τι; Λεφτά άλλα δεν έχω. Ξηλώθηκε η καταπακτή της κόλασης και βράζει το καζάνι ανάμεσό μας. Ακριβοπληρωμένε άγιε και σφυρήλατο αγγελούδι, αναγκάζεσθε απόψε ν' ακουστείτε. Σφυρίξτε σε ολόκληρη τη γη το κρίμα εκείνου του μωρού που πήγε και με γέννησε, έναν αδικοχαμένο. Και σας ευχαριστώ εντέλει απ’ τη θερμή μου φυλακή. Για καλό του σύμπαντος αγνώστου σας αντίο.


&



Τα δάκρυα της νύχτας στεγνώνουν όμορφα την αυγή. Σα να τα σφουγγίζει ένα χέρι γυναικείο. Γι’ αυτό έσπευσα να σε βρω, τώρα που είμαι κάπως νηφάλιος. Ακούω στ’ αυτιά μου τον ήχο που έβγαζε το "γκλιν-γκλιν" μου. Μπορείς να τον ακούσεις από κει πέρα που βρίσκεσαι; Θυμάμαι το κορδόνι του από πλαστικό νήμα να κρέμεται στο κάγκελο της κούνιας μου. Στην αρχή το τραβούσες εσύ με τα λεπτά σου χέρια και ξεκινούσε γλυκά η μελωδία μέσα στο τσίγγινο κουτί. Στεκόσουν στην άκρη του κρεβατιού μου και σου έσφιγγα με τη μπουνίτσα τα δύο ενδιάμεσα δάκτυλα. Ώσπου με έπαιρνε ο ύπνος, με φιλούσες ξανά και χανόσουν μες την ομίχλη του δωματίου. Ανώδυνα. Με τον καιρό έπαψες να παραστέκεις το αποκοίμισμά μου. Είπες ένα βράδυ: Τράβα το μόνος σου το σχοινάκι και θα δεις. Τα καταφέρνεις τόσο ωραία. Κι εγώ, που σ’ εμπιστευόμουν μητέρα, δοκίμασα και το τράβηξα. Κι εσύ, από εκείνη τη νύχτα όλο και έφευγες. Όλο μου έφευγες. Η ζωή μου ολόκληρη έφυγε όπως εσένα τις νύχτες από το παιδικό μου δωμάτιο. Ακούς το "γκλιν-γκλιν" μου; Παίζει ακόμη τη γλυκειά σου σιωπή.


&


Με χωρίζει από τη μέρα μόνο μία απόφαση. Το "χρατς", που θ' ακουστεί από τα ξύλινα πατζούρια του πατρικού σπιτιού. Όταν ανοίξω το παράθυρο, απ' έξω θα με περιμένει ένα κουρασμένο πουλί. Δε θα του δώσω χρόνο να με αποστομώσει, θα του πω πρώτος στα ίσια:
..πες τώρα, στα γρήγορα. Ποιος σ’ έστειλε πρωί πρωί να με ταράξεις; Εκείνη; Η μικρή ή η μεγάλη; Η μεγάλη σ’ έστειλε, έτσι δεν είναι; Εκείνη! Μη με κοιτάζεις τόσο αθώα πονηρό. Λες και δεν καταλαβαίνεις όσα σου τσαμπουνάω. Άστα αυτά, άστα και δεν περνούν σε μένα. Να τσακιστείς αμέσως με τις πιτσιλωτές φτερούγες σου και να της πεις να πάει στο διάολο. (Μανούλα μου, πώς να σε φέρω πάλι πίσω με το ψόφιο πουλί που μου κουβάλησες; Δεν το βλέπεις πως δε νογάει τίποτε απ’ όσα του μιλάω; Να πας λοιπόν, στο διάολο.)
Κι αφού έτσι όμορφα θα έχω διαολοστείλει τη Μητέρα, κάτω στο πεζοδρόμιο θα δω πως στέκει ακόμη ατόφια η χθεσινή μικρή:
..για δες... για δες, μικρό πουλάκι. Κοίταξε χαμηλά στο δρόμο και πες το μου κι εσύ. Είναι η μικρή, έτσι δεν είναι; Δεν τη γνωρίζω και καλά. Μόνο την αναγνωρίζω. Α, για δες και νόμιζα πως είχε φύγει. Για την ακρίβεια, πως ε-ξα-φα-νί-στη-κε, όπως απροσδόκητα μου εμφανίστηκε. Μέχρι κει κάτω αντέχεις να φτάσεις γέρικε πούλακρε; Άμε και πες της ν’ ανεβεί. Ετούτο το σπίτι πια, χρειάζεται το κάψιμο της φωτογραφίας.
Άνοιξα το παράθυρο και οι μεντεσέδες μόνοι, μού υπόσχονται μιαν επόμενη μέρα.