Recitativo 2014



Άραγε




Να έχουν ανθίσει οι πορτοκαλιές στο νησί;
Δεκέμβριο μήνα, ε, και;
Η μνήμη ελευθερώνει από τις εποχικές αγκυλώσεις.
Στο νησί ό,τι θέλει ανθίζει και ό,τι θέλει μαραίνεται.
Κλειδωμένο μέσα σε γυάλα, ανήμπορο πλέον
μια το ανακινώ και πέφτει χρυσόσκονη, χιόνι
μια το ξεχνώ και διαλέγει μονάχο ποια εποχή του ταιριάζει.

Όχι όπως εδώ
που ο Μενέλαος έχει στοιχειώσει τον ύπνο μου
και μια μου εμφανίζεται σαν παπάς που έχει πετάξει τα ράσα
και μια σαν σώφρων παλαίμαχος μιας νίκης που έχει παρέλθει.
Όχι όπως εδώ
που ο Ταύγετος, ο γέρο ξεμωραμένος
δε σε αφήνει να φαντάζεσαι άλλο από το σήμερα
και τον χειμώνα αφήνει μια μακριά γενειάδα
και το καλοκαίρι ξυρίζεται ως κάθε αγκάθινή του χαράδρα.

Στο νησί έχει ξεμείνει η Ελένη
η ανύπαρκτη, η αληθινή.
Απολαμβάνει τα χάδια του Πάρη και αμαρτάνει
αιωνίως στον πράσινο βυθό της κλεισμένης μου γυάλας.
Και το χιόνι που πέφτει όταν την ανακινώ
δεν είναι από κρύο, αλλά από χίλια κάτασπρα άνθη
μιας  πορτοκαλιάς που αιώνια θάλλει.










Λιγοστεύει



Καλοκαίρι στη θέση του:

το περιμέναμε πώς και πώς να μας ζεστάνει.

Ζεσταμένες, ξεγελάστηκαν και πάλι οι ψυχές.
Παρ’ ολίγον και θα άρχιζαν οι παλιές
οι κούφιες θλίψεις.
Ευτυχώς, φθινοπωριάζει
και ξανά δεν έχουμε λεφτά.

  

Δημιουργικός Άνθρωπος

Πέρασε ολόκληρο το καλοκαίρι
και μια γραμμή από βότσαλα ούτε
που χάραξε στην αμμουδιά.



Ποιος μετράει τα λεφτά του;
Αυτός που κάνει σχέδια για το μέλλον,
έστω και αν ονειρεύεται μόνο να επιβιώσει, και δεν αντιλέγω,
αυτός που αγαπάει κάποιον έξω, τάχα, από τον εαυτό του
και ζητά τρόπο να τον κατοχυρώσει.
Εγώ δεν μετρώ τα λεφτά μου.
Μετρώ τις ανάγκες μου, που περισσεύουν
και ασκούμαι το λοιπόν στην οικονομία.





Λιγοστεύει
 
Λοιπόν, δεν είμαστε φτωχοί.
Είμαστε αδειασμένες μπαταρίες, χιλιόμετρα μακριά από το ρεύμα.
Είμαστε γυμνωμένα καλώδια, όλο σύρμα στερημένα που τσιμπάνε.
Υλικά οικοδομής παρατημένα, ενός κτισίματος που άργησε πολύ.
Νεκρωμένη φύση που της έμεινε λίγη αντίληψη στο βλέμμα.



Λιγότερο

Λιγότερο πικράδα στη γλώσσα
να είχαμε και μια καραμέλα ροζ
να χαϊδέψει το μυαλό μας.
Πέρα απ’ τις πέτρες και τους χαλασμούς
πέρα απ’ τις αγκίδες, τους χωρισμούς
τη σιδερένια μπάλα που σκοντάφτει διαρκώς στα πόδια.
Ένα μεταξωτό πανί με κέντημα
να είχαμε, να παραβγαίναμε του δειλινού
και έναν πρωτοποριακό εξοπλισμό
να ταξιδεύαμε αμέσως για εκεί
που μόνο συζητούμε.
Έστω
λιγότερο χαλίκι στην καρδιά
στα δάχτυλα και στο λαιμό να είχαμε...
Θα φτιάχναμε παπάδες.



Λιγοστεύει η ευλογημένη αμεριμνησία.
Βγαίνουμε σταδιακά με απανωτές σπρωξιές στον ώμο
έξω από τον Παράδεισο και όχι μακριά.
Στο τελευταίο σκαλί, το πιο βρωμισμένο στο κατώφλι.
Και ενώ μέσα θα γυρίζαμε στο διάδρομο γυμνοί
θα τρώγαμε από το ίδιο πιάτο με τα χέρια
και θα κοιμόμαστε με ένα κεφάλι ελαφρύ και φιλημένοι στην καρδιά από φίλο.
Ξυλιάζουμε στο δρόμο σκορπισμένοι και έχει ζέστη.
Σερνόμαστε με την ανάποδη στο χώμα.
Δε φεύγει η φαγομάρα από τον τράχηλο και η στιφάδα από τα λόγια.
Και Μέσα πια δεν κατοικεί κανείς.
Έγινε ο Παράδεισος ένα άδειο σπίτι.
Αφημένο με τα φώτα ανοιχτά και τις λεπτές κουρτίνες να ξηλώνει ο αέρας.
Εμείς, οι αδειανοί εμείς θα κατοικούμε εκεί,
γιατί ό,τι έχει απομείνει από εμάς, είναι καιρό μακριά μας.



Εμάς να χαστουκίσω;
Όχι πια. Τόσο που λιγοστέψαμε, να φτάνει.
Και μόνο σαν ληστές αν απομένει πια, τότε ληστές
να μπούμε στον Παράδεισό μας πάλι.






για να το φάμε



Το Όμορφο γεννιέται ξανά και ξανά
φοράει βρακιά, βγάζει δοντάκια.
Φωνάζει, αδικείται, σωπαίνει.
Το Όμορφο ανυπεράσπιστο πάντα
έχει έρθει μόνο για να το φάμε.
Θα γίνει ξανά και ξανά 
από την αρχή
ίδια αγωνία, ίδια πνοή, ίδια πληγή.
Το Όμορφο μας αγνοεί
καθόσον το τρώμε, όμορφο Είναι
-Η κάμπια η καμπυλωτή

δαντέλα δαγκωμένη.-

-Δεντρόσπιτο στο κουτί

φλουριά στο μαντήλι

στις παλάμες αλεύρι.-
Τρία αιμοσταγή ποιήματα



Ο νικητής
Δε θα νικήσει ο καλύτερος,
αλλά ο πιο αιμοσταγής.
Δε θα νικήσει ο ομορφότερος,
αλλά ο πιο ασεβής.
Δε θα νικήσει ο χρησιμότερος,
αλλά  ο πιο εγωιστής.
Λοιπόν,
να γίνουμε οι καλύτεροι αιμοσταγείς,
οι ομορφότεροι ασεβείς
και οι χρησιμότεροι εγωιστές.
  

Εμείς και οι άλλοι
Ο εχθρός: αυτός που ζητά τον αφανισμό μας.
Ζητά τον αφανισμό μας: αυτός που θεωρεί πως ζητάμε τον αφανισμό του.
Ζητάμε τον αφανισμό του: αυτού που θεωρεί πως  ζητάμε τον αφανισμό του.
Ζητάμε τον αφανισμό του: αυτού που ζητά τον αφανισμό μας.
Ζητά τον αφανισμό μας: ο εχθρός.
Ο εχθρός: εμείς και οι άλλοι.
 

Μπορώ
Αυτός,
που δεν μου πάει καρδιά να του τινάξω τα μυαλά στον αέρα
όταν τον έχω βάλει κάτω και μπορώ,
μπορεί να τινάξει τα δικά μου μυαλά στον αέρα
και ας τον έχω βάλει κάτω, και ας μην μπορεί.
Αυτός,
-τον λυπάμαι, δεν πάει το χέρι μου, πώς φτάσαμε ως εδώ;-
αν τον σηκώσω,
θα φάει το χέρι μου, θα φάει την καρδιά μου
θα φάει και τα μυαλά μου
-δεν βλέπει που φτάσαμε ως εδώ;-
Αυτόν
Εγώ
που δεν πάει η καρδιά μου, δεν πάει το χέρι μου, δεν χωρά στο μυαλό μου
Αυτόν, εγώ μπορώ.