Recitativo 2010



  1. απέραντο αεροδρόμιο

    Κάτι συμβαίνει εκεί έξω. Είναι κάποιες ημέρες τώρα, που οι αισθήσεις μου φυλακίστηκαν  στους θορύβους της φύσης. Τα χειμωνιάτικα αγριέματα επάνω στα βουνά και το πλάγιο λιγοστεμένο φως, που περισσότερο είναι η κρυφή ματιά κάποιου αγνώστου επάνω στον κόσμο. Ετούτες, οι ήπιες μεσογειακές μας θύελλες, ανάμεσα στην ευσύνοπτη βλάστηση και την ακραία σπανιότητα επικίνδυνων όντων. Τι είναι εκείνο που το θαυμάζουμε και το φοβόμαστε και πάντοτε αγνοούμε; Να ζηλεύουμε ή αυτονόητα να νιώθουμε ευτυχείς που παρακάμψαμε μία τέτοια μάταιη δυσκολία;
       Κοίταξε τον ορίζοντα. Τον ιδιαίτερα φευγαλαίο ουρανό. Τόσο που κάνει τον τόπο  να δείχνει ένα απέραντο αεροδρόμιο. Που, αν και στο έδαφος, ήδη ποτίζεσαι έναν  αέρα κοσμοπολίτικο, μυρωδικό και μιαν αυθάδεια θαυμαστή, όση και η σπουδαιότητά σου. 
    Γιατί, όπου γης ομφαλός.

  2. Βρέχει 


    Βρέχει πολύ.
    Κάτι τελειωμένο
    παραιτείται στη γη.
    Θα μείνει εδώ
    ξεχασμένο σε λίγο καιρόόπου νά ναι.
    Μας έφερε για λίγο το φόβο.
    Όμως ήταν για λίγο.
    Όλα,
    το καθετί στεγνώνει στον ήλιο.

  3. Γράμμα στη θάλασσα


    Προτού πεθάνω, να κάτσω να γράψω ένα γράμμα στη θάλασσα. Να της τα λέω όλα. Γιατί την αρνήθηκα.
    Γιατί οι άνθρωποι δίπλα της δεν έχουνε πρόσωπο, αλλά μοιάζουν με μικρά φωτισμένα παράθυρα, ανοιγμένα, για να περνάει το φως που αντανακλά στο νερό και να τους αδειάζει: από σκέψεις, από πόνους, από ιδέες και  ευκαιρίες. 
    Εκεί πέρα οι άνθρωποι ζουν σαν ζωντανοί πεθαμένοι. Πρόσεξε ένα χωριό χτισμένο στη θάλασσα. Όλα τα σπίτια, αντί να κοιτάζουν το ένα το άλλο, σα μαγεμένα έχουν γυρισμένο το βλέμμα τους στο νερό. Και εξαπλώνεται το χωριό, είτε προς το ύψωμα, για να χωρούν να βλέπουν όλοι τη θάλασσα, είτε στο μήκος της ακτογραμμής, μα ουδέποτε δεν αποκτά μία καρδιά, ένα κέντρο. Το κέντρο του είναι εκείνη. Που είναι το χάος, απέραντο. 
    Έτσι, λοιπόν, όσο ζούσα εκεί, ένιωθα μαγεμένη, σαν πεθαμένη. Ήμουν νέα και χρειαζόμουν να σκύψω το βλέμμα μου πάνω στο χώμα, να γδάρω τα χέρια μου σε χωράφια με αγριόπετρες και ακαταμέτρητα φυτά. Εγώ, έλεγα, δεν έχω φτάσει ακόμα. Η όχθη καλά θα κάνει να με περιμένει αργότερα. Κι έφυγα απομαγεμένη. Να ζήσω τη ζωή όπως τη βλέπεις στο νερό που στρίμωξες στο ποτήρι.
    Μα όταν πεθαίνει ένας έρωτας, σαν άνθρωπος, που πέρασε, έζησε, και πάλι δε θα τον δεις να γυρίζει ποτέ, τότε, ζητώ απ’ τη θάλασσα να μου στείλει λίγες σταγόνες ιπτάμενες, να δοκιμάζω μία γεύση ελάχιστου θάνατου, που Θεέ μου, φοβάμαι, δε θέλω να με βρει στα βουνά!
  4. Επιστρέφει


    Έτσι τελειώνει η ράχη του λόφου. Ανεμίζουν τα φύλλα, σηκώνονται ψηλά πάνω απ’ τη γη και μας αφήνουν. Νιώθεται το κρύο σα χάδι που έντυσε τις πέτρες με το άγουρο χόρτο. Γελάει σαν το μωρό, τι περιμένει, θα γδαρθεί. Γιατί δεν το ξέρει;  Ήρθε για εμάς που εδώ. Που εμείς δε φεύγουμε. Που πάψαμε να αγκαλιαζόμαστε στους χωρισμούς.

       Ήταν ο άπιαστος αέρας, ήταν η θάλασσα με τις φυσαλίδες κι η νύχτα που ανακατώνεσαι με τα αστέρια και χάνεσαι. Κολύμπησες τη νύχτα σου, Εσύ και δε μ’ έσωσες.
        Αργά τώρα γυρίζουν οι κόρες των αγαπημένων ματιών προς το μέρος που δε με κοιτάζουν. Επιστρέφει το φως μου και συναντά το σκοτάδι βαθιά στο κρανίο μου το πολύτιμο.
  5. Επιτύμβιο


    Στα αποδημητικά πουλιά. Που άρπαξαν δίχως ενοχή και το τελευταίο κουκούτσι του καλοκαιριού από μία γη κλειστή ερμητικά  στον εαυτό της.





    .
  6. Πεδιάδες



    Ι.
    Όργωσα πέτρινες πεδιάδες στο πλάι του ποταμού.
    Την ουσία της γης σε θορυβώδεις κροκάλες.
    Και από τα βάθη του ποταμού 
    έρχεται ο σαματάς. 
    Προσπερνάει, κυλά.
    Οι κροκάλες λευκαίνονται και λειαίνονται.
    Τα λείψανα μιας  πλατειάς πεδιάδας 
    σωριάζονται χορτασμένα στη θάλασσα.




    ΙΙ.
    Θα κρεμάσω ξανά στο λαιμό μια λουλουδένια γιρλάντα. 
    Οι ταλαιπωρίες με αποστείρωσαν

    Και ποιες;
    Ένα παρά φύσει δάκρυο
    που ανηφόριζε αντί να κυλάει.





  7. Μια δαχτυλιά στην επιφάνεια του νερού.

    Τίποτε δε γεννήθηκε εύθραυστο. Οι κινήσεις αφήνουν για ίχνος τους ένα σκοινί. Κολυμπάει και ύστερα θα πετάξει. Τρέχει στα χώματα και  υπερπηδά τα εμπόδια. Είναι κορίτσι με ολοστρόγγυλα μάτια. Ελκυστικό πλάσμα. Ελαστικό και απότομο. Γυαλίζουν τα δόντια της. Την αγαπούν. Οι τόλμες των δυνατών φυτρώνουν επάνω της. Δεν ανιχνεύεται τίποτε εύθραυστο, αντιθέτως, αρράγιστη. Ζουλιέται κι απλώνεται. Κατάκτησε την πειθαρχία της πέτρας. Απορεί και βάζει τα κλάματα. Επαναστατεί χτενίζοντας τα μαλλιά της. Στην επιφάνεια του νερού, κρεμάει από τα δάχτυλα ένα κολιέ με πέτρινες χάντρες. Χαϊδεύει το υγρό θηρίο, χαϊδεύονται. Αρπάζει το κολιέ και νυσταγμένη το φορά στο λαιμό της. "Αύριο πάλι" του ψιθυρίζει.


  8. Εκκλησία


    Οι αυλές των οικογενειακών μας φίλων 
    εγκαταλελειμμένες. 
    Η πρόβλεψη για παιδικό δωμάτιο,
    άλλοτε θα είναι πρώιμη 
    και άλλοτε
    ξεπερασμένη από τα γεγονότα.


    Με προσωρινή αμνησία, 
    είμαι ο άνθρωπος που έτρεχε 
    τα καλοκαίρια στην αυλή μιας εκκλησίας,
    φορώντας κάτι παιδικό.
    Ίσως τα εκκλησιαστικά μου...


                                 Στο κίτρινο φως, ροδακινί της δύσης.


    Και να, έχουν έρθει οι Άλλοι 
    από το μέλλον. 
    Εκτοπιστήκαμε σ' ένα διαμέρισμα 
    πιο κουρασμένο, κι ολοένα 
    πιο μάταιο. 
    Και λέμε πως το πάθαμε, απ' την πολλή 
    Αγάπη.


  9. Χωρίς 


    Να μη γράφω άλλο. Χωρίς εσένα να μη γράφω.
    Μη σου γράφω. Μη χωρίς εμένα.
    Μη μου γράφεις.

    Να σου φτιάξω πρόταση; Να σου φτιάξω τσάι;

    Μόνο καλό είσαι. Μόνο καλό.
    Καλό μού είσαι. 
    Μόνο.






  10. ο Γερανός



    .
    Ταξίδευε  Γερανέ μου, όπως γνωρίζεις 
    και ταξιδεύεις ελεύθερος 
    Συ απ' τα αγγίγματα των ανθρώπων. 
    Κανείς δε σε μνημονεύει στα μέρη μας. 
    Και δώρισέ μου το τελευταίο σου πέρασμα, 
    για να θυμάμαι πόσο με βλέπαν τα μάτια σου, 
    Ωραία.



  11. .
    Αμύγδαλα


    Ακολουθήσαμε τα σύρματα κρεμασμένα από κολώνα σε άλλη κολώνα. Αγαπούσαμε να γνωρίζουμε δρόμους.  Κάποτε βλέπαμε προς τα κάτω, πως ήταν η ζωή μας ριγμένη σαν το αμύγδαλο, τυλιγμένη ακόμη στην πράσινη φλούδα του -σαν κουβερτούλα. Με τον καιρό και η άσφαλτος, πολύ καλά πατημένη, έγινε θέαμα να μας γεμίζει ικανοποίηση. Σα να νιώθαμε  πατημένα τα αμύγδαλα ή τα όνειρα εκείνα, που είχανε ξεφουσκώσει.



  12. τη
    Η τρύπα

    Είμαστε καλά.
    Κι αυτό σημαίνει πως κυκλοφορούμε πια
    με μια τρύπα αδειανή, χωρίς το ξίφος που την άνοιξε.
    Σημαίνει πως βρήκαμε μια ζεστασιά
    κι αφήσαμε τους συντρόφους μας στο κρύο.
    Να προχωρoύν.
    Και με γλυκό χαμόγελο τους χαιρετάμε από το τζάμι.
    Που δε γυρίζουν να μας δουν.



  13. Η κοτρώνα


    Από μακρυά, φαινόταν σα μια μεγάλη κοτρώνα βαλμένη στη μέση του αλωνιού. Σκόρπισε το σκοτάδι, σαν δυο σύννεφα βιαστικά και φάνηκε το μικρό κοριτσάκι κουλουριασμένο στα γόνατα. Πώς βρέθηκες εδώ χάμου; (δεν απαντά) Μπορούσες να έχεις χαθεί, το γνωρίζεις; Έχεις χαθεί; Πού είναι η μαμά σου; Εσύ είσαι η μαμά μου.

    Πέρα από το αλώνι, σηκώθηκε επιβλητικός ο δυτικός άνεμος που γδέρνει την άνοιξη τα χωριά μας.


  14. Ο μαγνήτης


    .
    "Θα έρθει κάποτε μια εποχή, 
    που η ελευθερία δε θα πληγώνει. 
    Ο έρωτας θα γίνεται στο φως της μέρας. 
    Θα μάθουμε να μοιραζόμαστε. 
    Η ζήλεια θα υποταχθεί στην γνώση των πραγμάτων. 
    Το πάθος θα γίνει δύναμη. 
    Και η αλήθεια αγάπη."

    Μα είμαστε ακόμη σαν κομμάτια 
    του μαγνήτη που διαλύθηκε. 
    Και όλο διώχνονται 
    και όλο διώχνουν.
  15. .
    2009

    Ακρογιάλι, ακρογιάλι μου, όχθη μου που σε άφησα
    να κυνηγάς ακόμη τα πόδια μου, που έχουνε φύγει.
    Σαν τον πνιγμένο σέρνεται η θάλασσα
    και τα βράχια της τρώγονται γρήγορα.
    Εγκαταλείπουν τον γερασμένο αιώνα τους
    τώρα, που προτιμούσαν να ζήσουν σαν στάχυα.
    Και πόσο αταίριαστες οι βαρκούλες στο πέλαγος.


    2010

    Τρώμε τα φρούτα από τον κήπο που φύτευα στην αμμουδιά. (Και ο Γιάννης δεν ήταν βιώσιμος, όμως παίζει εδώ δίπλα, με τα παιδιά). Θα θυμόμαστε πάντα τον παιχνιδιάρη σκυλάκο που χάσαμε όταν τέλειωσε το περσινό καλοκαίρι. -Πρέπει να μελετήσω με σοβαρότητα το ώριμο σύκο και τη χλωμή του δέντρου του όψη- Κύριενα μπορούσες να κατεβάσεις από τον ουρανό σου ένα ψαράκι για να φιλήσει τα μάτια μου. Γιατί οι λεύκες και οι ευκάλυπτοι αντιστέκονται πάντα. Εννοώ, δεν παραιτούνται ποτέ. Σαν θάλασσες στεριανές.