Recitativo 2012


  1.  




    Να τους ακούς
    να τους κοιτάς
    να μη μιλάς.
    Είναι ένας θάνατος.
    Σαν να μιλάς
    και δεν ακούς 
    και δεν κοιτάς.
    Το ίδιο θάνατος.


  2.  


    Φύγε βάρκα 
    του Ουίλιαμ Μπλέικ,
    πέσε στα κοφτερά βράχια και διαλύσου
    την κατάλευκη σάρκα του τεμάχισε
    σφαγίασέ τον.
    Έχω φοβηθεί,
    Τι έχει 
    και αυτός ο νεκρός
    δεν πεθαίνει;



    (Dead)

  3.  




    Πληθαίνει μέσα μου αυτό που στερούμαι

    Δεν προσπαθώ για τίποτε πλέον.
    Λυπάμαι μόνο, για το φεγγάρι.
    Ανυποψίαστο σαν ένα παιδί
    στέλνει την πανσέληνο υποσχέσεις
    κι επειδή, ναι
    δε βαστιόμαστε κείνη την ώρα
    υπογράφουμε στο ασήμι της θάλασσας
    την ανανέωση συμβολαίου με τη ζωή.
    Λίγες νύχτες αργότερα, έχει σβήσει
    σα χάντρα που λαμπύριζε στους ιθαγενείς.

    Είμαστε όμορφοι ακόμα
    γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να μείνουμε πάντοτε.
    Δεν είμαστε όμως γαλάζιοι
    σαν τα νιάτα των 21 μας χρόνων
    ούτε καταπράσινοι σαν τα 28 μας.
    Κάποιος μας περνά πάλι αστάρι
    και έχουμε δει όλοι κάποτε σπίτια
    που μείναν μόνο με τους σοβάδες
    μέχρι που γέρασαν και χάθηκαν οι άνθρωποί τους.
    Και από τέτοιους τοίχους βγήκαν οι  κόρες τους νύφες
    ή κυνήγησαν ένα πρωί το μωρό να φάει το αυγό του.

    Δεν υπάρχει τρόπος να μην απομείνουμε έτσι.
    Θα προσπαθεί το φεγγάρι στις πανσέληνους
    να αποπλανήσει εκείνον που αποκάμει στενάζοντας
    πίσω από παλιωμένα κουφώματα, επάνω στο στρώμα.
    Θα πασπατεύει τα φύλλα της μουριάς ηδονιστικά
    να γεμίσει με παραισθήσεις τη νύχτα
    μήπως και εγείρει την πρωτόγονη ευτυχία:
    να νιώθεις μια χάντρα να λαμπυρίζει πάνω από το σώμα σου.
    Κι εγώ τότε, θα το λυπάμαι σαν το παιδί
    γιατί ο κουρασμένος θα έχει αποκοιμηθεί.








  4.  





    <Ξενιτεύτηκες>


    Άνθρωπος έξω από τον τόπο του
    είναι μαχαίρι βγαλμένο από τη θήκη του.

    Ξεκουράσου.
    Τον τόπο τον αγάπησες και ξέρεις
    πως δεν είναι να παραγνωρίζεσαι
    με τους ιστούς αράχνης
    και δε γίνεται
    να παραβιάζεις εσαεί τα περιβόλια των οικείων
    προσβλέποντας σε κάποιαν οικειότητα.

    Φεύγεις.
    Κι ας  μην  έχεις κάνει και τίποτε
    να ανακουφίζει η απουσία τον κόσμο που από
    φεύγεις.

    Εξάντλησες.
    Αυτό που ήταν υπέροχο ήταν και ελάχιστο.
    Λιγότερο από την έρημο που καρτερά πέρα απ’ το τέλος.
    Όπου βλέπεις τα χώματα όσο παίρνει το μάτι
    και μια πρωτοφανή απουσία της θάλασσας.

    Διαβαίνεις
    ένας ακόμη Μωυσής
    την τραβηγμένη πραγματικότητα
    ως να βρεθεί μια σάρκα να χωθείς
    το μαχαίρι που ξεγυμνώθηκες.

    Στη νέα «σου» γη
    σπόροι
    σπόροι
    μαζεμένοι στο χώμα.




    <Πόλεμος>


    Εξασθένησα η μνήμη σου.
    Αντικρίζεις ανάλαφρα το ηλιοβασίλεμα να ματώνει.
    Έχεις όρεξη για παγωτό.

    Τραυματίστηκα σε προηγούμενο πόλεμο.
    Θεωρώ κάθε βόλι που πέφτει 
    αυτονόητα περιττό.

    Σκοτωθήκαμε πάλι και πάλι.
    Ποιος άνεμος να διαλύσει τη μυρωδιά
    στα γδαρμένα χωράφια;

    Τότε, ήταν το γάλα
    Τώρα, η κοπριά.
    Στο μέλλον θα είναι η γεύση απ’ τα δάκρυα
    που κατάφερε να διαφύγει.






     <Ιστός>


    Στις αράχνες η σαγήνη
    παραφύλαξε
    για να σ’ αρπάξει.

    Στάθηκες ήρεμος
    γευόμενος μέχρι πνιγμού
    το υγρό της κοιλιά τους.

    -Καλύτερα ήταν
    παρά εδώ…
    Που ένα πέπλο δεν έμεινε
    για να σκεπάσουμε τους καθρέφτες.-

    Το θεσπέσιο σε ορέχτηκε
    ξοδεύοντας μια τελετή σπουδαία
    για το χατίρι σου.

    -Πού τέτοια θαύματα εδώ…
    Που οδηγούμαστε ξύπνιοι στα χειρουργεία.-

    Παραλυμένος σα θάλασσα
    έλιωσες στην ηδονή
    και τελείωσες.




    <Προστατεύσου>


    Θα επαναδιαπραγματευθείς
    την έννοια του οφέλους.

    Μη σε πείσει κανείς
    πως δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα σου.
    Θα μιλάς και
    ό,τι μιλιέται.

    Αγάπα τις νίκες:
    Κάποια στιγμή θα γίνει κι εδώ το «σκυλί»
     «σκύλος» .

    Εξαργύρωσε ό,τι σου απόμεινε:
    τα κεριά στα μανουάλια
    που άναψες όλη σου τη ζωή.
    Ζήτησε ακριβώς όσα ξόδεψες.
    Την προτίμηση που έδειξες στην ελπίδα.

    Δε θα ξαναγίνεις ο δούλος που
    εκτελώντας όσα είπε ο Ξέρξης
    κακοποίησε μια μέρα τη θάλασσα.




    <Mehdi>


    Mehdi:

    Η ζωή είναι πόλεμος.
    Άλλος θα βγει νικητής, άλλος θα βγει νικημένος.
    Λοιπόν, ας  μην είμαστε εμείς οι χαμένοι!

    Μετανάστις:

    Εγώ δε θέλω τον πόλεμο.
    Να τρώω επάνω στο τσακισμένο σου σώμα
    και να τσουγκρίζουμε το κρασί στα κρανία μας.
    Εγώ λέω, προτιμώ να πεθάνω.
    Αν δε γίνει στο τέλος
    εσύ να μου δώσεις το χέρι σου
    κι εγώ να κόψω στα δύο το πιάτο μου
    και οι δύο μαζί
    ν’ αγκαλιάσουμε άλλους χιλιάδες
    να σώσουμε πια
    την ίδια τη σωτηρία μας.









    Ακούμαρος Γυθείου
    Ιούλιος 2012






  5.  


    Να πω και κάτι; Μια χαρά.
    Γιατί δε πα να βρέχει, στη ζωή μου τώρα
    είναι η ώρα μεσημέρι.







  6.  



    «Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, 
    ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν 
    οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας 
    καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτὰ 
    οὒχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;»      
                                                     (Μάτθ.6,26-27)



    Θα σ' αγαπώ, θα γίνουμε πουλιά.



  7. Αν έρχεται η άνοιξη 



    Δηλαδή, τι περισσότερο σκέφτηκαν τα λουλούδια
    και μπόρεσαν να ανθίσουν πάλι;
    Γιατί, αντί να γεμίζουμε τους δρόμους με τις ευωδιές μας
    επιμένουμε κρυμμένοι
    ώσπου να χάσουμε και το τελευταίο πιρούνι
    που βάζουμε επάνω στο τραπέζι
    -για να νομίζουμε πως  έχουμε κάτι.

    Όμως η ερήμωση των δρόμων, έγινε μετανάστευση
    η πιο μακρινή,
    σε απόσταση τοιχοποιίας.







  8. το  




    Και αν ακόμα
    οι μεγάλοι παίζουν,
    το παιχνίδι μόνο
    μεγαλώνει
    και αυτό.


  9. ...όταν πεισθείς, αναρωτιέσαι αληθινά...
  10.  




    τ' αυγό

    ο πεινασμένος, τό φαγε.
    ο χορτάτος, αδιαφόρησε γι' αυτό
    έτσι, επωάστηκε.
    ο σοφός έκρινε το αποτέλεσμα.

    Τ' αβγό

    ο πεινασμένος το έφαγε
    Ο πεινασμένος το έφαγε

    ο χορτασμένος,
    ο χορτασμένος αδιαφόρησε γι' αυτό.
    έτσι επωάστηκε.
    ο σοφός έκρινε το αποτέλεσμα.

    το αβγό

    ο πεινασμένος το έφαγε.
    ο χορτασμένος αδιαφόρησε για αυτό.
    έτσι, επωάστηκε.
    ο σοφός, έκρινε το αποτέλεσμα.