Να τους ακούςνα τους κοιτάςνα μη μιλάς.Είναι ένας θάνατος.Σαν να μιλάςκαι δεν ακούςκαι δεν κοιτάς.Το ίδιο θάνατος.
Πληθαίνει μέσα μου αυτό που στερούμαι
Δεν προσπαθώ για τίποτε πλέον.
Λυπάμαι μόνο, για το φεγγάρι.
Ανυποψίαστο σαν ένα παιδί
στέλνει την πανσέληνο υποσχέσεις
κι επειδή, ναι
δε βαστιόμαστε κείνη την ώρα
υπογράφουμε στο ασήμι της θάλασσας
την ανανέωση συμβολαίου με τη ζωή.
Λίγες νύχτες αργότερα, έχει σβήσει
σα χάντρα που λαμπύριζε στους ιθαγενείς.
Είμαστε όμορφοι ακόμα
γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να μείνουμε πάντοτε.
Δεν είμαστε όμως γαλάζιοι
σαν τα νιάτα των 21 μας χρόνων
ούτε καταπράσινοι σαν τα 28 μας.
Κάποιος μας περνά πάλι αστάρι
και έχουμε δει όλοι κάποτε σπίτια
που μείναν μόνο με τους σοβάδες
μέχρι που γέρασαν και χάθηκαν οι άνθρωποί τους.
Και από τέτοιους τοίχους βγήκαν οι κόρες τους νύφες
ή κυνήγησαν ένα πρωί το μωρό να φάει το αυγό του.
Δεν υπάρχει τρόπος να μην απομείνουμε έτσι.
Θα προσπαθεί το φεγγάρι στις πανσέληνους
να αποπλανήσει εκείνον που αποκάμει στενάζοντας
πίσω από παλιωμένα κουφώματα, επάνω στο στρώμα.
Θα πασπατεύει τα φύλλα της μουριάς ηδονιστικά
να γεμίσει με παραισθήσεις τη νύχτα
μήπως και εγείρει την πρωτόγονη ευτυχία:
να νιώθεις μια χάντρα να λαμπυρίζει πάνω από το σώμα σου.
Κι εγώ τότε, θα το λυπάμαι σαν το παιδί
γιατί ο κουρασμένος θα έχει αποκοιμηθεί.
<Ξενιτεύτηκες>Άνθρωπος έξω από τον τόπο τουείναι μαχαίρι βγαλμένο από τη θήκη του.Ξεκουράσου.Τον τόπο τον αγάπησες και ξέρειςπως δεν είναι να παραγνωρίζεσαιμε τους ιστούς αράχνηςκαι δε γίνεταινα παραβιάζεις εσαεί τα περιβόλια των οικείωνπροσβλέποντας σε κάποιαν οικειότητα.Φεύγεις.Κι ας μην έχεις κάνει και τίποτενα ανακουφίζει η απουσία τον κόσμο που απόφεύγεις.Εξάντλησες.Αυτό που ήταν υπέροχο ήταν και ελάχιστο.Λιγότερο από την έρημο που καρτερά πέρα απ’ το τέλος.Όπου βλέπεις τα χώματα όσο παίρνει το μάτικαι μια πρωτοφανή απουσία της θάλασσας.Διαβαίνειςένας ακόμη Μωυσήςτην τραβηγμένη πραγματικότηταως να βρεθεί μια σάρκα να χωθείςτο μαχαίρι που ξεγυμνώθηκες.Στη νέα «σου» γησπόροισπόροιμαζεμένοι στο χώμα.<Πόλεμος>Εξασθένησα η μνήμη σου.Αντικρίζεις ανάλαφρα το ηλιοβασίλεμα να ματώνει.Έχεις όρεξη για παγωτό.Τραυματίστηκα σε προηγούμενο πόλεμο.Θεωρώ κάθε βόλι που πέφτειαυτονόητα περιττό.Σκοτωθήκαμε πάλι και πάλι.Ποιος άνεμος να διαλύσει τη μυρωδιάστα γδαρμένα χωράφια;Τότε, ήταν το γάλαΤώρα, η κοπριά.Στο μέλλον θα είναι η γεύση απ’ τα δάκρυαπου κατάφερε να διαφύγει.<Ιστός>Στις αράχνες η σαγήνηπαραφύλαξεγια να σ’ αρπάξει.Στάθηκες ήρεμοςγευόμενος μέχρι πνιγμούτο υγρό της κοιλιά τους.-Καλύτερα ήτανπαρά εδώ…Που ένα πέπλο δεν έμεινεγια να σκεπάσουμε τους καθρέφτες.-Το θεσπέσιο σε ορέχτηκεξοδεύοντας μια τελετή σπουδαίαγια το χατίρι σου.-Πού τέτοια θαύματα εδώ…Που οδηγούμαστε ξύπνιοι στα χειρουργεία.-Παραλυμένος σα θάλασσαέλιωσες στην ηδονήκαι τελείωσες.<Προστατεύσου>Θα επαναδιαπραγματευθείςτην έννοια του οφέλους.Μη σε πείσει κανείςπως δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα σου.Θα μιλάς καιό,τι μιλιέται.Αγάπα τις νίκες:Κάποια στιγμή θα γίνει κι εδώ το «σκυλί»«σκύλος» .Εξαργύρωσε ό,τι σου απόμεινε:τα κεριά στα μανουάλιαπου άναψες όλη σου τη ζωή.Ζήτησε ακριβώς όσα ξόδεψες.Την προτίμηση που έδειξες στην ελπίδα.Δε θα ξαναγίνεις ο δούλος πουεκτελώντας όσα είπε ο Ξέρξηςκακοποίησε μια μέρα τη θάλασσα.
<Mehdi>
Mehdi:Η ζωή είναι πόλεμος.Άλλος θα βγει νικητής, άλλος θα βγει νικημένος.Λοιπόν, ας μην είμαστε εμείς οι χαμένοι!Μετανάστις:Εγώ δε θέλω τον πόλεμο.Να τρώω επάνω στο τσακισμένο σου σώμακαι να τσουγκρίζουμε το κρασί στα κρανία μας.Εγώ λέω, προτιμώ να πεθάνω.Αν δε γίνει στο τέλοςεσύ να μου δώσεις το χέρι σουκι εγώ να κόψω στα δύο το πιάτο μουκαι οι δύο μαζίν’ αγκαλιάσουμε άλλους χιλιάδεςνα σώσουμε πιατην ίδια τη σωτηρία μας.Ακούμαρος ΓυθείουΙούλιος 2012
Να πω και κάτι; Μια χαρά.
Γιατί δε πα να βρέχει, στη ζωή μου τώρα
είναι η ώρα μεσημέρι.
«Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ,
ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν
οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας
καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτὰ
οὒχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;»
(Μάτθ.6,26-27)
Θα σ' αγαπώ, θα γίνουμε πουλιά.
Αν έρχεται η άνοιξη
Δηλαδή, τι περισσότερο σκέφτηκαν τα λουλούδια
και μπόρεσαν να ανθίσουν πάλι;
Γιατί, αντί να γεμίζουμε τους δρόμους με τις ευωδιές μας
επιμένουμε κρυμμένοι
ώσπου να χάσουμε και το τελευταίο πιρούνι
που βάζουμε επάνω στο τραπέζι
-για να νομίζουμε πως έχουμε κάτι.
Όμως η ερήμωση των δρόμων, έγινε μετανάστευση
η πιο μακρινή,
σε απόσταση τοιχοποιίας.- ...όταν πεισθείς, αναρωτιέσαι αληθινά...
τ' αυγό
ο πεινασμένος, τό φαγε.
ο χορτάτος, αδιαφόρησε γι' αυτό
έτσι, επωάστηκε.
ο σοφός έκρινε το αποτέλεσμα.
Τ' αβγό
ο πεινασμένος το έφαγε
Ο πεινασμένος το έφαγε
ο χορτασμένος,
ο χορτασμένος αδιαφόρησε γι' αυτό.
έτσι επωάστηκε.
ο σοφός έκρινε το αποτέλεσμα.
το αβγό
ο πεινασμένος το έφαγε.
ο χορτασμένος αδιαφόρησε για αυτό.έτσι, επωάστηκε.
Recitativo 2012
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)