Recitativo 2016




Τερατογένεση Πατρίδων


Δεν πειράζει
που γράφει ξαναγραμμένες ιστορίες,
που δεν ξεπερνά τίποτε και κανέναν
και που φυλλορροεί
και που ματώνει.
Δεν πειράζει.

Πειράζει που η μυρωδιά
είναι μιας ξένης αυλής,
που είναι ξένα τα φαγητά,
ξένα τα γέλια και τα πήλινα σκεύη
-έχουν λαβές φτιαγμένες για χέρια
που σκέφτονται αλλιώτικα.-
Ξένα και τα ενδύματα
αυτής της ελάχιστης φαντασίας.

Και τι να φορέσει, δυο άνθρωποι,
ένας αυτός και άλλος ένας
εκείνος που ήταν στον τόπο του;
Τέσσερα χέρια, οκτώ, δεκάξι.
Τερατογένεση πατρίδων,

με να λείπει  διαρκώς
εκείνο το ξανθό χρυσάνθεμο
που έπιανε χώρο όσο ένα πηγάδι
που βγαίνει πάνω απ' το χώμα
τα βράδια που αγκάλιαζε τους δικούς του
σε κάποιο ζωηρό καλοκαιρινό μαγαζί.
Κι έσκαγε εκείνο,
όπως στα ποτήρια η μπύρα.
Καινούργια μέρα


Φαντάζει πλέον μακριά
τότε που πρασίνιζε το άγουρό μου φύλλο.
Η συντέλεια είναι μια ηλικία.
Tα αδιέξοδα, μια ηλικία.


Οι μνήμες πλησιάζουν στη σύνταξη
και δεν παίρνουν στα σοβαρά τη δουλειά τους.


Μέσα σε ένα κλεισμένο βιβλίο
αφημένα ψίχουλα και λεκέδες από σιρόπι
οι φίλοι.
Η μάνα, μια μαρμάρινη προτομή.
Ο πατέρας, ένα κοτέτσι παλιό, με γερό σύρμα 
που αντέχει στο χρόνο.
Εδώ κι εκεί, μισοφαγωμένα φρούτα
αφημένα από τις κότες, τ' αδέρφια μου.
Και τα παιδιά μου, δυο ζαλωμένα άλογα
ξύνουν τα πόδια τους στο χορτάρι
πριν ξεκινήσουν για το βουνό.


Εγώ, ένα φυτό στη γλάστρα μου
-δεν έμαθα να τις προσέχω τόσα χρόνια-
κιτρινισμένο, του αλλάζω μεριές
να το κοιτάζει ο ήλιος.


Σε λίγο θα δύσει.
Δροσερό σκοτάδι θα νοτίσει
τα παλιά χαμπέρια
κι ο ήλιος, θα είναι με εκείνους
που ανέβηκαν το βουνό.
Η μέρα, δική τους.
Ο Τίτος Πατρίκιος στην Σπάρτη

Τι το πατρί-οικειο βλέπεις;
Βλέπω το σεβαστό κεφάλι τούτου του γέροντα
που έχει ακόμη το σχήμα εφήβου.
Μόνη. Σε ξένη πόλη.
Ευτυχώς, μιλάμε την ίδια γλώσσα.
Τον ήθελα τώρα μπαμπά μου.
Να τρέξω στη σκηνή γονατιστή με ανοιχτά τα χέρια
να του ζητήσω βοήθεια.
Πώς να τα βγάλω πέρα με τόσα καινούργια θεριά
χωρίς τις πλάτες ενός μεγάλου άντρα;
Το πατρίκειο πρόσωπο μού γνέφει:
Τίποτε δεν μπορώ να σου κάνω.
Κόψε ένα κομμάτι σάρκα σου
και κρέμασέ το ψηλά στον τοίχο.
Να προσεύχεσαι στη σάρκα από τη σάρκα σου
να σε ελεήσει.
Να προσεύχεσαι και θα σου δώσει πίσω
λίγη ψυχή από την ψυχή σου.
Δούλα και Κυρά

Δεν είμαι καλή στις μάχες.
Την κρίσιμη ώρα αναρωτιέμαι 
αν έχω αδικήσει τον εχθρό.
Το ίδιο αναρωτιέται και αυτός.
Χωρίς να είναι σίγουρο 
ωστόσο...
Ωραίο να επιλέγεις με σιγουριά στρατόπεδα.
Και βάσανο να μην ταιριάζεις πουθενά
παρά σε ένα και μοναδικό υπερστρατόπεδο
υπεράνω πάντων στρατοπέδων.
Πασιφίστρια,
Εθνομηδενίστρια,
Δούλα
και Κυρά.



Μάρθα, Μάρθα

Μάρθα, Μάρθα
μεριμνάς και στάζεις
φαρμάκι πάνω στο φαγητό.


Το χυμό σου ορέγονται
μία στρατιά πεινασμένοι
για Μάρθα
και συ αποτραβιέσαι στα ιδιαίτερα
εκεί που γλιτώνεις απ' τους κανίβαλους
υπηρετώντας τους.


Θα γυρίσεις στη σάλα
με το δίσκο και το ποτό
και έναν έναν θα τους αποχαιρετήσεις
κερνώντας
με ένα καυτό λυγμό
για το κακό που δεν πρόφτασαν
να σου κάνουν.


Μάρθα, Μάρθα
ενός δε έστι χρεία
κι εσύ το αποφεύγεις
σκοτώνοντας.

Κακό Σκυλί

Μικρά  φέρετρα στο μέγεθος παλάμης
Στοιβαγμένα στο στομάχι μου
Δεν τα χωράει πλέον
Και ανεβαίνουν στην καρδιά και
Ο εγκέφαλος αναμμένο μανουάλι
Τα ρουθούνια μου πιάνουν μιαν οσμή από λιβάνι
Βγαίνει από βαθιά μου και σκορπάει στο δωμάτιο
Είμαι η μάνα ετούτων των νεκρών
Και η αδερφή και το παιδί τους
Κοιμούνται εντός μου εν γαλήνη
(Η κλίση του κείμαι  από παλιά
Και του ειμί  προσφάτως)
Κι ακόμα, σίγουρη ακούω
Τον ήχο μαραγκού
Το τρίψιμο, το γυάλισμα
Όλο και νέων ξύλων
Σε ετούτο το νεκρό κοινόβιο
Εξακολουθώ
Μισή ζωή, μισή θάνατο
Σε στάση  κλεψύδρας
Χωρίς θρήνο, χωρίς έλεος
Α, να ξέραν μόνο
Αυτοί που λένε «ψόφα»
Πόσο με έχουν παρεξηγήσει
Πόσο με παίρνουνε για ζωντανή
Και για κακό σκυλί
Που ψόφο δεν έχω
Ένα τραγούδι για τους πρόσφυγες

Χαρταετοί,
να με πάρετε κι εμένα
στα απροσέγγιστα ύψη που πετάτε.
Μην με αφήσετε στη γη μου ασφαλή
και κουρασμένη.
Τέτοια λάσπη από την ψυχή 
τέτοια ζωή δεν την ξεπλένει.

Τα απαραίτητα ζηλεύω που κρατάτε:
χάρτινα αυτιά, φτηνή στολή, κομμένο νήμα.
Τον αντίλογο στον άγριο βοριά, 
τον ουρανό που την οργή ξεσπάτε.

"Εμείς θα ανέβουμε ψηλά,
εκεί που το κορμί θα απογίνει στάχτη,
εκεί που τα παιδιά δε θα αντέχουν 
να θυμούνται· θα ξεχάσουν.
Εκεί θα πάμε, που υπερήφανα
πυροτεχνήματα θα συντριβούμε.

Έχουμε νικήσει·
έχουμε διανύσει με τα πόδια
όλη μας την προσμονή
και μας έμεινε ένας κόκκος
από φυτό που βγαίνει μόνο στην πατρίδα
στους τάφους μας να φυτευτεί.

Και η δόξα θα δοθεί σε σας,
στους άλλους
που ένιωσαν το κρίμα
και έχουν ντραπεί."
 
Μα δε θέλω
τη ντροπή, ούτε τη δόξα.
Θέλω το πέταγμα, τα χάρτινα αυτιά σας,
το φυτό μιας αλησμόνητης πατρίδας
και πάνω μου να ριζωθεί.

Θα έρθω,
ξεσκίζοντας τον  ουρανό,
το κρίμα μας να μοιραστώ
και θα κρατώ στο χέρι μου
έναν κυθηραϊκό
σπόρο από σεμπρεβίβα.
Οι Ώρες

Οι υψηλότερές μου Ώρες
στην κουζίνα, σαν τη σκλάβα
πλένοντας και εκτελώντας
τα χέρια με αυτοματισμό
τη μόνη πράξη που έμαθαν απ' έξω.

Στο μυαλό μου στέκονται

δυο όρθια πόδια
και σαπουνισμένες λέξεις
για τη μοίρα και την προσμονή.

Μοιάζω τη μάνα μου σε τέτοιες στάσεις

ασθενές αντίτυπο
της σεβαστής γιαγιάς μου.

Ήταν-μού λεγε η μάνα μου-

πιο όμορφη από αυτήν
και πέρασε ολόκληρη ζωή
δοσμένη στις δουλειές, για άλλους.

Και όμως,

εγώ από τη μάνα μου λιγότερο ωραία 
με λιγότερα κουζινικά στην αρμοδιότητά μου 
σε κάτι φέρνω στη γιαγιά μου.  

Σκυμμένη πάνω απ' τον σωλήνα του καιρού

γεννώ από την πλάτη τη μαμά μου.


Recitativo 2015