Χαρταετοί,
να με πάρετε
κι εμένα
στα
απροσέγγιστα ύψη που πετάτε.
Μην με
αφήσετε στη γη μου ασφαλή
και
κουρασμένη.
Τέτοια λάσπη από την ψυχή 
τέτοια ζωή δεν
την ξεπλένει.
Τα
απαραίτητα ζηλεύω που κρατάτε:
χάρτινα
αυτιά, φτηνή στολή, κομμένο νήμα.
Τον αντίλογο
στον άγριο βοριά, 
τον ουρανό
που την οργή ξεσπάτε.
"Εμείς θα
ανέβουμε ψηλά,
εκεί που το
κορμί θα απογίνει στάχτη,
εκεί που τα
παιδιά δε θα αντέχουν 
να θυμούνται· θα ξεχάσουν.
Εκεί θα
πάμε, που υπερήφανα
πυροτεχνήματα θα
συντριβούμε.
Έχουμε νικήσει·
έχουμε
διανύσει με τα πόδια
όλη μας την
προσμονή
και μας
έμεινε ένας κόκκος
από φυτό που
βγαίνει μόνο στην πατρίδα
στους τάφους μας να
φυτευτεί.
Και η δόξα
θα δοθεί σε σας,
στους άλλους
που ένιωσαν το
κρίμα
και έχουν ντραπεί."
Μα δε θέλω 
τη ντροπή,
ούτε τη δόξα.
Θέλω το
πέταγμα, τα χάρτινα αυτιά σας,
το φυτό μιας
αλησμόνητης πατρίδας 
και πάνω μου να ριζωθεί.
Θα έρθω,
ξεσκίζοντας
τον  ουρανό,
το κρίμα μας
να μοιραστώ
και θα κρατώ
στο χέρι μου
έναν κυθηραϊκό
σπόρο
από σεμπρεβίβα.
